{Το Κυνήγι}

55 4 122
                                    

Η ημέρα εκείνη ξημέρωσε με ήλιο ψυχρό, σύννεφα γκρίζα -παρόλο που το φθινόπωρο δεν είχε ακόμη ξεκινήσει- και μια οσμή βροχής στην ατμόσφαιρα. Το απόκοσμο κρύο που οι πάντες ονόμαζαν δροσιά, έπεσε στην πρωτεύουσα του Γκάντεβυ, τη δωρικά χρυσή Ντουγιάν, άξαφνα μα έγινε αποδεκτό, διότι το καλοκαίρι κι η ζέστη του είχαν κουράσει και ταλαιπωρήσει τους πάντες. Κανένας δε σκέφτηκε ότι ίσως προμήνυε κάτι άσχημο αυτή η αλλαγή, ίσως οι Θεοί είχαν θελήσει να τους προειδοποιήσουν. Δεν είχαν ιδέα τι τους περίμενε ούτε πως ως το βράδυ, τίποτα δε θα ήταν το ίδιο.

Ο μοναδικός άνθρωπος που αναγνώρισε την ειρωνική καιρική μεταβολή, ήταν η Μπέρτιλντ Θάμπστοουν, όχι επειδή γνώριζε να εξηγεί οιωνούς μα γιατί είχε την τύχη κι ατυχία να κρυφακούσει τη Συνομωσία του Αρχιδούκα και Πρίγκιπα Ντέσμοντ με τη Βερνάντα Ράσπιερ. Τίποτα καλό δεν είχε βγει από αυτό και την εκνεύριζε, καθώς κειτόταν αιχμάλωτη στο πιο υγρό, σκοτεινό κι απόκρυφο μπουντρούμι του Κάστρου, δεμένη με αλυσίδες.

Έπρεπε να φύγει. Έπρεπε να ενημερώσει τον Φίλιαν, τον Μεγαλειότατο, τη Βασιλομήτορα, οποιονδήποτε έβρισκε και μπορούσε να εμπιστευθεί. Ο καιρός ήταν παραπάνω ιδανικός για το κυνήγι που σχεδίαζε ο Ντέσμοντ, συνεπώς έπρεπε να δράσει τάχιστα. Κάθε δευτερόλεπτο φάνταζε ένας άχρηστος, άπραγος, καταδικασμένος αιώνας.

Πήρε τον χρόνο που σπαταλούσε, για να σκεφτεί. Ο Ντέσμοντ είχε στήσει μια ενδελεχή πλεκτάνη, με πιστούς του συμμάχους παντού. Όχι μόνο η Βερνάντα μα και στρατιώτες προφανώς ανήκαν στο προδοτικό του σχέδιο. Ειδάλλως, πώς κρατούταν ακόμη κι ο πατέρας της δεν είχε πάρει είδηση, δεδομένου ότι διέθετε την ίδια εξουσία με τον Ντέσμοντ; Ίσως ανήκε κι ο πατέρας της στη Συνομωσία, μολονότι η ιδέα της προκαλούσε αναγούλα κι απίστευτη αηδία. Τότε, συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε να εμπιστευθεί κανέναν παρά μόνο τα ψυχικά της αδέλφια· τον Ελάρικ και τον Φίλιαν.

Τράβηξε την προσοχή των φρουρών, για να τους αφήσεις αναίσθητους και να φύγεις ή να κλέψεις τα κλειδιά.

Η σκέψη διαπέρασε τον νου της σαν κεραυνός στο απόλυτο σκοτάδι της νύχτας. Δεν έχασε στιγμή. Ξεκίνησε να χτυπά τα πόδια της με λύσσα στην πέτρα και τα χέρια στον τοίχο, φωνάζοντας αφιονισμένα. Μόνο και μόνο ο εκκωφαντικός, ξέφρενος, ασύμμετρος ήχος της αλυσίδας που έδενε το δεξί πόδι της με τον τοίχο, θα τους τρέλαιναν.

Ούτε ένα λεπτό δε χρειάστηκε, για να ορμήσουν στο κελί της τρεις φρουροί κι η Μπέρτιλντ, χωρίς κανέναν δισταγμό, όρμησε, με όπλα τις αλυσίδες, τα χέρια, τα πόδια και τα δόντια της. Με μια αριστοτεχνική κλωτσιά στα μάτια του ενός, τον ακινητοποίησε για όσο χρειαζόταν. Με τον δεύτερο, λειτούργησε πιο αργά, διότι ήταν ένοπλος. Ο τρίτος δε φαινόταν πουθενά, διότι το κελί ήταν ανήλιαγο κι ελάχιστο φως επιτρεπόταν από το παραθυράκι. Ενώ αναζητούσε την αδυναμία του δεύτερου, ο τρίτος βρέθηκε από πίσω της και την ακινητοποίησε, δένοντας αμέσως τα χέρια της με επιπρόσθετες αλυσίδες κι η μόνη της αμοιβή ήταν δυο δυνατές μπουνιές· μια στο στομάχι και μια στο μέτωπο, που τη ζάλισαν τόσο ώστε λιποθύμησε.

Ανύπαρκτος Θρόνος {Six Sisters Spinoff} {Cover By Weebnextdoor}Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα