38. Δύσκολο αντίο!

1.3K 110 14
                                    

Δανάη!

"Τον έχασα." Του είπα εγώ και ένιωθα να ζαλίζομαι. Δεν μπορούσα να πω τις λέξεις, να το δεχτώ χωρίς να πονέσω και κυρίως να το συνειδητοποιήσω.

"Πάμε σπίτι να ηρεμήσεις. Μόλις πάρει εξιτήριο η Αντιγόνη θα γίνει η δίκη. Δυστυχώς δεν μπορείς να έρθεις εδώ ξανά. Οι κατηγορίες που τον βαραίνουν είναι πολλές και δεν θα σου επιτρέψουν να τον ξανά δεις. Πρέπει να φανείς δυνατή. "

"Μιχάλη βοήθα τον. Μην τον αφήσεις μόνο. Ούτε εσύ , ούτε η Νεφέλη." Του ζητούσα γιατί μόλις το μάθει , μόλις γίνει ο γάμος του με την Αντιγόνη θα κλειστεί στον εαυτό του θα πονέσει και το ξέρω αυτό. Το νιώθω. Θα χάσει τον εαυτό του. Και εγώ θα είμαι χιλιόμετρα μακριά για να μην τους βλέπω μαζί. "Θα πάω μία βόλτα. " του είπα και έφυγα από κοντά του.

"Δανάη τι πας να κάνεις;" ρώτησε ανήσυχος.

"Μία βόλτα. Χρειάζομαι καθαρό αέρα. Δεν μπορώ να αναπνεύσω. Νιώθω πως είμαι εγώ φυλακισμένη ξανά. Θα είμαι καλά. Μην ανησυχείς." Του είπα και ξεκίνησα να περπατάω μόνη μου.

Είχα βγάλει το μπουφάν μου μέσα στο παγωμένο βράδυ της Νέας Υόρκης. Δεν ένιωθα τίποτα άλλο πέρα από ηττημένη και πληγωμένη βαθιά. Σε λίγες μέρες θα έπρεπε να τον χάσω για πάντα. Μια άλλη γυναίκα θα έχει την θέση μου δίπλα του. Μου λείπει πριν καν γίνει η δίκη. Τον είχα και τώρα τον χάνω. Για μένα δεν με νοιάζει τίποτα γιατί εχασα το νόημα και την ουσία της ζωής μου. Ήταν λάθος να ερωτευτώ τον απαγωγέα μου. Ήταν δύσκολο, μπερδεμένο και απαγορευμένο από την αρχή.

Στο τηλέφωνο ο Μιχάλης και η Όλγα να ψάχνουν να με βρουν φοβισμένοι για εμένα. Το έβαλα στην τσάντα μου γιατί δεν ήθελα να μιλήσω σε κάποιον που ήξερε την αλήθεια. Ήθελα να χαθώ στις σκέψεις μου και να αφήσω τα δάκρυά μου ελεύθερα.

Πέρασα μπροστά από ένα κοσμηματοπωλείο. Τα κοσμήματα του Διονύση ήταν στην κεντρική βιτρίνα. Χάιδεψα το τζάμι. Είχε δίπλα τους τα λόγια του από την συνέντευξη και την φωτογραφία του. Όπου και αν κοίταζα τον έβλεπα μπροστά μου. Ανάμεσα σε φωτογραφίες, βιτρίνες μαγαζιών και στον κόσμο που περίμενε να διασκεδάσει στα κλαμπ της περιοχής.

Σταμάτησα σε ένα από αυτά για να πιω ένα ποτό. Κάθισα στο μπαρ και ο μπάρμαν μου έφερε το ποτό που είχα παραγγείλει. Κάποτε η ζωή μου ήταν τόσο άδεια μέχρι την στιγμή που τον γνώρισα. Εκείνος ήρθε και τα άλλαξε όλα. Κοίταξα για μία στιγμή δίπλα μου. Δύο άντρες είχαν μεθύσει και είχαν πιαστεί στα χέρια. Εγώ έσκυψα το κεφάλι μου μπροστά και μάζεψα τα μαλλιά μου. Μου θύμιζαν ξεκάθαρα το πως γνώρισα το Διονύση. Ένιωθα τα φώτα του μαγαζιού να με ζαλίζουν. Σηκώθηκα από το σκαμπό και παράτησα δίχως να έχω πιει ούτε σταγόνα από το ποτό μου.

BILLIONAIRE! Can you trust me?Where stories live. Discover now