Κεφάλαιο 7: Μόνος και πάλι

253 19 13
                                    

Βγαίνω έξω από το γραφείο του Γκάμπριελ με ένα πρόσωπο κυριευμένο από το σοκ.
«Μπορείς να πας να δεις τον Άντριεν», λέει ψυχρά ο Γκάμπριελ και κλείνει απότομα την πόρτα του γραφείου του χωρίς να πει κάτι παραπάνω. Εγώ τινάζομαι με τον ήχο της να με τρομάζει, αλλά στιγμιαία, καθώς επανέρχομαι αμέσως. Δεν μπορώ να το πιστέψω ότι όλα όσα συνέβησαν έγιναν στα αληθινά. Κι επίσης ο Γκάμπριελ, ο πιο ξινό άνθρωπος του κόσμου, μόλις μου επέτρεψε να πάω να δω τον Άντριεν! Μπορεί να μην το δείχνει προς τα έξω αλλά ίσως τελικά να νοιάζεται για τον γιό του. Τον αγαπάει και θέλει πραγματικά το καλύτερο για αυτόν!

Το πρόβλημα είναι... τί θα πω στον Άντριεν; Θέλω να του εκφράσω πώς νιώθω για εκείνον, πράγμα που δεν κατάφερα ποτέ μου να του πω, και να μάθω σχετικά για τα δικά του αισθήματα απέναντί μου. Φυσικά, θα το καταλάβω αν δεν νιώθει τίποτα για μένα και με βλέπει απλά σαν την ηρωίδα του Παρισιού, ενώ στην πραγματικότητα βγάζω σπυριά μόνο στην σκέψη στο, τί θα κάνω αν ο Άντριεν μου πει πως αγαπάει κάποια άλλη και ότι εμένα δεν θα με κοιτούσε καν! Όμως βαθιά μέσα μου προσπαθώ να κρατήσω την ελπίδα ζωντανή, αλλά πρέπει να περιμένω και το χειρότερο την ίδια στιγμή, για να μην πληγωθώ και τόσο αν τελικά αυτό συμβεί. Φφφφ... Δεν θα μάθω ποτέ τί θα γίνει αν δεν πάω...

Με πιάνει ταχυκαρδία. Πετάω το γιογιό μου αποφασιστικά πάνω στο πόμολο της πόρτας του δωματίου του Άντριεν. Αμέσως παίρνω μία βαθιά ανάσα και του δίνω διστακτικά την εντολή να με τραβήξει κοντά του κι εκείνο την εκτελεί κατευθείαν, ανεβάζοντας με από τον κάτω, στον πάνω όροφο και μετακινώντας με ακριβώς μπροστά από την πόρτα. Τείνω τα δάχτυλά μου να αγκαλιάσουν το στρογγυλό πόμολο της πόρτας, αλλά τα τραβάω πίσω αυθόρμητα λίγο πριν το κάνουν. Έλα Ladybug! Ή τώρα ή ποτέ! Συνοφρυώνομαι και παίρνω άλλη μία βαθιά ανάσα. Τα δάχτυλά μου τυλίγουν το πόμολο μέσα στην παλάμη μου και το στρίβω γρήγορα δεξιά, πριν προλάβω και το μετανιώσω. Η πόρτα ανοίγει διάπλατα κι εγώ σφίγγω το πόμολο στο χέρι μου εκτονώνοντας το φόβο και τις αμφιβολίες μου πάνω του.

«Άντριεν;», ψιθυρίζω και κοιτάω μέσα στο δωμάτιο μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι μου, ψάχνοντας με το βλέμμα μου την μορφή του. Προχωράω λίγα βήματα μπροστά, κρατώντας ακόμη το πόμολο με το δεξί μου χέρι. Δεν είναι εδώ μάλλον... Τί ανακούφιση! Μόλις άλλαξα γνώμη! Προλαβαίνω να φύγω προτού να εμφανιστεί κανείς από το πουθενά!
«Ladybug;», ξεπροβάλλει εκείνος από τα αριστερά. Μόλις με βλέπει μένει άναυδος. Τα βλέμματά μας συναντιούνται και χάνομαι μέσα τους, σε καταπράσινα λιβάδια ονειροπολώντας.
«Πε- Πέρασε...», λέει και ξυπνάω. Ανοιγοκλείνω τα βλέφαρά μου και αφήνω το πόμολο νιώθωντας το χέρι μου υπερβολικά ιδρωμένο από το άγχος. Προχωράω λίγα ακόμη βήμα μπροστά προκειμένου να μπω μέσα αλλά ξαφνικά παγώνω. Δεν μπορώ να κουνηθώ! Ο Άντριεν, δυστυχώς ή ευτυχώς το καταλαβαίνει και κοκκινίζει ανεξέλεγκτα. Έρχεται προς τα εδώ και γίνομαι κατακόκκινη. Δεν μπορώ να κουνηθώ! Με κοιτάει βαθιά μέσα στα μάτια και παγώνει επίσης. Κι εκείνος είναι πολύ κοντά μου! Τα μάτια μου γίνονται μικροσκοπικά σαν χάντρες. Αυτός ξεπαγώνει και τρίβει νευρικά το πίσω μέρος του λαιμού του με το χέρι του, από αμηχανία. Με ένα μεγάλο βήμα κλείνει την πόρτα και μου κάνει νόημα να προχωρήσω μέσα.
«Από εδώ», λέει και κάνει μία μισο- υπόκλιση. Κοκκινίζω όσο δεν πάει. Τελικά καταφέρνω να περπατήσω και κατευθύνομαι προς τον καναπέ απέναντι από την τηλεόραση.
«Κάθισε», μου λέει και κοκκινίζει ξανά μπερδεύοντας με. Κοκκινίζει από αμηχανία επειδή κι αυτός νιώθει κάτι για μένα, ή από άγχος για το πώς θα μου πει ότι ούτε καν θα με κοιτούσε σαν κορίτσι;

Χάνοντας τα πάντα Where stories live. Discover now