Κεφάλαιο 5: Το τραπέζι

336 20 31
                                    

Το ξυπνητήρι μου χτυπάει δυνατά και μου τρελαίνει τον εγκέφαλο. Με τα μάτια μισάνοιχτα, τη "τσίμπλα στο μάτι" και χωρίς να έχω ξυπνήσει ακόμη, αρπάζω το κινητό μου στα τυφλά. Κλείνω την ειδοποίηση και κοιτάω την ώρα στην οθόνη του κινητού μου.
«Δώδεκα** η ώρα;», ουρλιάζω και από την ένταση πέφτω από το κρεβάτι μου μπρούμητα μαζί με το σεντόνι μου και το κινητό μου στο χέρι.
«Αααααα!», και γίνομαι ένα με το πάτωμα. Άουτς! Η μύτη μου! Σηκώνομαι και κοιτάω το κινητό μου. Ούφ! Δεν έπαθε τίποτα. Μαζεύω το σεντόνι από το πάτωμα και το στρώνω πάνω στο κρεβάτι μου βιαστικά. Παράξενο... Γιατί κοιμήθηκα κάτω και όχι πάνω; Φφφφ... Καλά. Θα είναι από τον ενθουσιασμό! Ή... το άγχος... Μπα, προτιμώ τον ενθουσιασμό!

Αφήνω το κινητό πάνω στο γραφείο. Κάνω μία πιρουέτα και προσγειώνομαι πάνω στην καρέκλα του γραφείου μου.
«Μαρινέτ! Ώρα για μεσημεριανό γλυκιά μου! Έχεις ξυπνήσει;», φωνάζει η μαμά από κάτω. Οχ, είχα ξεχάσει αυτή τη λεπτομέρεια... Εμμ...
«Ναι μαμά! Ξύπνια είμαι!», λέω και αρχίζω να μασουλάω τα νύχια μου. Τί θα πω τώρα;
«Έλα να φάμε Μαρινέτ, πριν κρυώσει το φαγητό!», απαντάει η μαμά και με κάνει να αγχώνομαι πιο πολύ από όσο για το τί θα πω στο τραπέζι... Αν πω σαχλαμάρες πάλι ή τη γνωστή δικαιολογία ότι θα φάω με την Όλια, δεν θα πιάσει... Πρέπει να κατεβώ.

«Μαρινέτ!», λέει η Τίκι με σπαστική, τσιριχτή φωνή, «Η Ladybug έπρεπε να ήταν ήδη στον Άντριεν!». Αυτό δεν με βοηθάει ιδιαίτερα...
«Το ξέρω Τίκι, αλλά έχω ξεμείνει από δικαιολογίες! Θα πάω στον Άντριεν σε πέντε!», λέω και γίνομαι σίφουνας. Κατεβαίνω τις σκάλες όσο πιο γρήγορα μπορώ, που κοντεύω να πέσω.
«Μαρινέτ! Πρόσεχε!», με πιάνει ο μπαμπάς με το γιγάντιο μπράτσο του. Εγώ χαμογελάω αμήχανα. Με κρατάει από τη μέση και με κατεβάζει από τη σκάλα σηκώνοντάς με ελαφρά στον αέρα.
«Τί έπαθες έτσι στα ξαφνικά;», με ρωτάει κι εγώ τρέχω και κάθομαι στην καρέκλα μου χωρίς να χάνω ούτε λεπτό.
«Να, εμμ...», λέω και προσπαθώ να σκεφτώ κάτι καλό και πειστικό, «...Έχω έμπνευση για τη σχεδίαση ενός νέου φορέματος, και εε... Απλά βιάζομαι για να μη μου φύγει η ιδέα! Ναι... αυτό είναι», λέω τελικά τραυλίζοντας και αμέσως χαχανίζω νευρικά. Οι γονείς μου χαμογελάνε πλατιά και φαίνονται πολύ περήφανοι για μένα.
«Εντάξει, αλλά υποσχέσου μας ότι θα προσέχεις!», λέει ο μπαμπάς και γνέφω καταφατικά με ένα αμήχανο χαμόγελο στα χείλη. Μία κουβέντα είναι αυτό... Για μια στιγμή νόμιζα ότι ήξερε και μου το έλεγε αυτό για το τραπέζι, αλλά ευτυχώς συνήλθα γρήγορα... Ούφ!

Χάνοντας τα πάντα Where stories live. Discover now