Υπνική Παράλυση

30 0 0
                                    

•ΥΠΝΙΚΗ ΠΑΡΑΛΥΣΗ•

          Ήταν σούρουπο σε κάποιο νησί του Αιγαίου. Ένας μελαχρινός, με μαύρα μαλλιά, μέτριου αναστήματος δημοσιογράφος, πήρε να αγναντεύει το πέλαγος, μαγεμένος απ' το ροδοκόκκινο χρώμα του γιου της Ευρυφάεσσας, του ήλιου, που αντανακλούσε στα παγωμένα κυανόχρωμα νερά κάποιου κόλπου. Τα νερά έδερναν με ορμή μερικά βράχια κοντά στην παραλία. Ο δημοσιογράφος, καθόταν σε ένα φωτεινό με γαλάζια παντζούρια σαλόνι και έπινε ένα ζεστό Ελληνικό καφέ, την ώρα που οι νεφέλες έδιναν τον χώρο τους στα αστέρια του ουρανού. Δεν πρόλαβε να τελειώσει και το φωτεινό άστρο έδωσε την θέση του στο φεγγάρι. Και αυτός βρισκόταν ήδη στην ζεστασιά του κρεβατιού του. Δεν κατάφερε όμως να κλείσει τα μάτια του, οι σκέψεις, οι ευχές, τα παρακάλια, τα θέλω και τα πρέπει, παγίδεψαν το μυαλό του. "Τι μέρα και τούτη" σκέφτηκε, και συνέχισε να συλλογίζεται "Γιατί να συμβαίνει αυτό; Αφού όλοι μας είμαστε ίσοι, δεν είμαστε;" και οι σκέψεις του φορτίζονταν και αντηχούσαν σε ολόκληρο το διαμέρισμα. Προσπάθησε να κλείσει τα μάτια του, χωρίς όμως αποτέλεσμα· αυτές οι σκέψεις είναι που τον βασανίζαν. Τελικά, προσευχήθηκε κι αυτός για την σωτηρία του κόσμου και με καθαρή συνείδηση κατάφερε εν τέλη να κοιμηθεί. Όμως μόνο με τα λόγια δεν κατάφερε τίποτα ποτέ κανείς! Δεν λέω, καλή είναι κι πίστη, προφανώς και θα υπάρχει κάτι ανώτερο απ' τους ανθρώπους! Η ίδια η φύση; κάποιος Θεός; Υπάρχουν πολλές απόψεις περί του θέματος. Ωστόσο δεν αλλάζει το γεγονός ότι δίχως πράξεις, δεν άλλαξε τον κόσμο κανείς! Οι βλεφαρίδες του τρεμόπαιξαν λίγο πριν ανοίξουν διάπλατα. Σκοτάδι, αυτό αντίκρισαν τα μάτια του· εξάλλου η ώρα ήταν 2 (περασμένα μεσάνυχτα). Κάτι δεν πήγαινε καλά όμως, δεν μπορούσε να κουνηθεί! Το σώμα του είχε μουδιάσει και οι μυς του τον εγκατέλειψαν! Δεν μπορούσε καν να ανοιγοκλείσει τα βλέφαρά του. Και το κρανίο του δεν συγκράτησε τις σκέψεις του, διαχύθηκαν έξω στο δωμάτιο και χόρευαν ανάκατα μέσα στους τέσσερις τοίχους, αναγκάζοντας τον δημοσιογράφο να ξανά ζήσει αυτή την μέρα, αυτή την μέρα που έμοιαζε με νύχτα, αυτή την μέρα που πλάστηκε στα Τάρταρα και αποτελούσε τώρα ζωντανό εφιάλτη. Μια αιμόφυρτη γυναίκα στην πρύμνη, ένας άντρας κρεμασμένος στο κατάρτι, ένας καραβοτσακισμένος άντρας να φωνάζει βοήθεια απ' τον πυθμένα της θάλασσας και μια κουβέρτα βουτηγμένη στον πόνο, βουτηγμένη στο μίσος, στην αναλγησία των "ανθρώπων" να κυματίζει σημαίνοντας τον θάνατο πάνω σε μια μαύρη αμμουδιά. Μια γυναίκα να χτυπάει τα στήθη της, το πλάνο φρικιαστικό και ο δημοσιογράφος να φωνάζει στις σκέψεις του "Τι να κάνω; Τι να κάνω; Πως να βοηθήσω; Τι να κάνω; Γιατί; Γιατί Θεέ μου, γιατί;" Και τώρα αγκάλιαζε την κουβέρτα και ένιωσε πως χρωστάει σε όποιον ανήκε αυτό το κουρελιασμένο κομμάτι ύφασμα, πως του χρωστάει μια "φωνή", πως είναι καθήκον του να κάνει την ιστορία του κουρελιού να ακουστεί! "Τι να κάνω; Πώς να αλλάξει κανείς τον κόσμο όταν είναι μόνος; Πώς; Είμαι μόνος μου, είμαι μόνος, είμαι μόνος, είμαι μόνος μου, είμαι μόνος μου και η ραθυμία τεράστια, που τιθασεύει τους ανθρώπους" συνέχισε να συλλογίζεται και το κεφάλι του κοκκίνισε, η καρδιά του δεν πρόφταινε να χτυπάει, το αίμα δεν το χωρούσαν οι αρτηρίες, και το μικρό ανθρώπινό του μυαλό δεν μπορούσε να επεξεργαστεί όλες αυτές τις πληροφορίες. Και είχε δίκαιο, πώς να αφυπνίσεις κάποιον που ηθελημένα υπνώττει; Αφού αν και ο μανδραγόρας σταμάτησε να χρησιμοποιείτε ως καταπραϋντικό εδώ και πάρα πολλούς αιώνες, πολλοί συνεχίζουν να καθεύδουν υπό την επίδρασή του. Τελικά οι μυς του λύθηκαν, οι βλεφαρίδες του κατέρρευσαν και κοιμόταν και πάλι. Λίγες ώρες αργότερα το κελάηδισμα ενός κότσυφα τον ξύπνησε. Δεν πρόφτασε να ξυπνήσει ακόμη και οι σκέψεις τον έλουζαν και πάλι. Έτρεξε στον υπολογιστή του. "Τι να γράψω τώρα; Τι τίτλο να δώσω; Ποια περιγραφή που να ταιριάζει στην φρίκη που αντίκρισα; Αδυνατώ!" σκέφτηκε και έκλεισε βίαια την οθόνη του υπολογιστή του. Περπάτησε με κόπο μέχρι την κουζίνα του και έβαλε και πάλι να βράζει ο ίδιος, μαύρος, Ελληνικός καφές. Πάτησε και ένα κουμπί σε ένα τηλεχειριστήριο, και η αγαπημένη του εκπομπή στην τηλεόραση άρχισε να παίζει, και ξέγνοιαστος πια, ήπιε μια πρώτη γουλιά απ' τον πικρό αυτό καφέ του.

Βροχή με Αίσθηση ΘανάτουWhere stories live. Discover now