•Πρόλογος•

49 0 0
                                    

•ΠΡΟΛΟΓΟΣ

          Ένα καράβι έπλεε στο πέλαγος μια μέρα παγερή, και τα γαλάζια νερά αγκάλιαζαν την ξύλινη αυτή κατασκευή. Μια ηλιαχτίδα φως ζέσταινε τα ροδόχροα μάγουλα του καπετάνιου, χαρίζοντας του λιγοστή ζεστασιά το χειμωνιάτικο εκείνο δειλινό. Μα η ηλιαχτίδα χάθηκε στον ορίζοντα. Μετά το φως ήρθε το σκοτάδι. Το φεγγάρι στο περίγειο. Βασίλευε η πανσέληνος. Κάποια στιγμή όμως πήρε να φυσάει δυτικά ενώ το καράβι αγκομαχούσε να πάει προς τον βορριά. Αν και σκοτάδι, μυριάδες αστέρια χάριζαν το φως, με πιο λαμπρό το αστέρι του Βορρά. Το φεγγάρι όμως χάθηκε πίσω από μια συννεφιά. Και ένας κεραυνός σήμανε σε μερικές σταγόνες νερού να αφεθούν να πέσουν. Δεν πρόφτασαν όμως, τις παρέσυρε ο άνεμος που πηρε να φυσάει πιο έντονα. Τα αστέρια λιγόστεψαν, τα 'κλεψαν οι νεφέλες, το άστρο του βορρά τρεμόπαιζε στο σκοτάδι ώσπου έσβησε κι αυτό. Τα νερά βάφτηκαν μαύρα μες το σκοτάδι και χτυπούσαν με ορμή πάνω στην πλώρη του πλοίου. Ο άγνωστος καπετάνιος πάσχιζε να σώσει ότι του χε απομείνει. Μια γυναικεία φιγούρα αιμόφυρτη στην πρύμνη, ενώ το κατάρτι έτριζε προσπαθώντας να αντέξει στο βάρος ενός ακρωτηριασμένου, μπλεγμένου στα σχοινιά άντρα. Και το κλάμα ενός βρέφους, στην αγκαλιά μιας βελούδινης κουβέρτας, ηχούσε σαν σειρήνα στο πέλαγος. Κι όσο πιο πολύ έκλαιγε, τόσο πιο πολύ άνοιγαν οι ουρανοί κι έριχνε χαλάζι. Και η βάρκα θρυμματίστηκε. Και μια φωνή να φωνάζει "βοήθεια" ηχούσε απ' τον πάτο μα ο καπετάνιος ήταν αβοήθητος. Ο θρύλος λέει πως ένα δάκρυ κύλησε απ' το παγωμένο μάγουλο του βρέφους, και χύθηκε στην θάλασσα. Κι μπόρα πέρασε. Το φεγγάρι βασίλεψε και πάλι και άστραφτε στα μελανιασμένα δάχτυλα του παιδιού που έπλεε στην θάλασσα πάνω σε ένα κομμάτι ξύλο. Μα οι νεράιδες του χειμώνα δεν τ' άφησαν μόνο του. Το Αιγαίο του έδειξε τον δρόμο και το βγάλε σε ένα ξερονήσι. Οι νεράιδες το άγγιξαν και το μαύρο της νύχτας έγινε φως. Το άγγιξαν ξανά και ο γιαλός ηρέμησε. Το μωρό κοιμόταν πάνω στην ζεστασιά της χρυσαφένιας αμμουδιάς.  Κι νεράιδες του έδωσαν ένα χάδι, χαρίζοντας του το φως. Και οι νεράιδες το αγκάλιασαν χαρίζοντας του δύναμη, ελπίδα και κουράγιο να αντικρίσει το φως. Και του ευχήθηκαν "καλή επιτυχία" γνωρίζοντας πως μια μέρα θα κατακτούσε το φως. Και το αφυδατωμένο αυτό νησί θα γεννούσε άνθη και πεύκα και θα ήταν το καταφύγιο όλων των χαμένων ανθρώπων, που μάχονται ακούραστα για ένα καλύτερο αύριο· για ένα φως μες το σκοτάδι.

Βροχή με Αίσθηση ΘανάτουWhere stories live. Discover now