1 / Από τη Λυόν στο Τσάρλεστον

432 70 306
                                    

/Πέρσι/

«Τώρα, κατεβαίνω!» φώναξα ενώ έκανα μια τελευταία προσπάθεια να κλείσω τη βαλίτσα μου. Μάταιος κόπος, σκέφτηκα και ξεφύσηξα απογοητευμένος.

«Καταραμένο φερμουάρ!»
Πέταξα το μαξιλάρι πάνω της. Έπρεπε να χωρέσει, δε γινόταν να το αφήσω πίσω!
Πώς στο καλό θα την έκλεινα;

Συνήθως όταν ετοιμαζόμουν για την κατασκήνωση δεν έπαιρνα πολλά πράγματα και έτσι έκλεινα τη μπλε βαλίτσα μου με μεγάλη ευκολία, όμως αυτή τη φορά ήταν αδύνατο να την κλείσω.

Έκατσα στο κρεβάτι και έβαλα το κεφάλι μου ανάμεσα στις παλάμες μου, ενώ στερέωσα τους αγκώνες πάνω στα γόνατά μου.

Είχα θυμώσει με τους γονείς μου, παρόλο που προσπαθούσα να το κρύψω. Αναρωτιέμαι πραγματικά αν οι υπόλοιποι το πήραν τόσο καλά όσο δείχνουν.

Καταρχήν, δε θα πάω στην Κατασκήνωση Κασέν Αρρένων Μασσαλίας. Κατά δεύτερον, δε θα ξαναδώ τον κολλητό μου και την καυτή αδερφή του. Κατά τρίτον, μετακομίζουμε στη γαμημένη Αμερική!

Ο Λουίς Μορέλ και η Μελπομένη Γουάλας (οι τρελοί αλλά πολύ κουλ γονείς μου) αποφάσισαν για πολλούς λόγους ότι το καλύτερο για όλα τα μέλη της οικογένειάς μας θα ήταν να μετακομίσουμε στην Αμερική, ακολουθώντας τα χνάρια του αδερφού του μπαμπά, Άλμπερτ, αλλά και της αδερφής της μαμάς, Τερψιχόρης μαζί με το σύζυγο και την κόρη της. Και είπα “όλα τα μέλη της οικογένειάς μας” γιατί είμαστε πολλοί. Οχτώ, για την ακρίβεια. Βασικά εννιά αν μετρήσουμε και το ινδικό χοιρίδιο, αλλά μόνο εγώ το μετράω.

Εγώ, η μαμά και ο μπαμπάς, ο δίδυμος αδερφός μου Απόλλωνας, η μεγάλη μου αδερφή Αμαρυλλίς, οι δύο μικρότερες αδερφές μου Κασσάνδρα και Λυσιμάχη και ο άλλος μου μικρότερος αδερφός Πλάτωνας.

Τώρα που το σκέφτομαι, και ο θείος Άλμπερτ και η θεία Τερψιχόρη με το θείο Έλερι είναι οικογένειά μας, όπως και ο παππούς Τζιμ και η γιαγιά Εύα, οι γονείς της μαμάς (οι γονείς του μπαμπά δυστυχώς δε ζουν πια, εγώ, ο Απόλλωνας και η Αμαρυλλίς είμαστε οι μόνοι που προλάβαμε τον παππού Ζακ, ενώ ο Πλάτωνας πρόλαβε και τη γιαγιά Κολέτ), όμως δεν ανήκουν στην άμεση οικογένεια. Αν βγάζει αυτό νόημα. Εννοώ, δεν ήμασταν ποτέ κοντά στο κάτω κάτω, μόνο ίσως με τους γονείς της μαμάς.

Θυμάμαι ότι μια φορά το μήνα τους επισκεπτόμασταν και ο παππούς Τζιμ μιλούσε με το μπαμπά και τη μαμά για πολιτικά, όση ώρα η γιαγιά Εύα μας διηγούνταν αρχαίους ελληνικούς μύθους. Καθόμασταν όλοι οκλαδόν πάνω στο χοντρό χαλί, μέχρι και η Αμαρυλλίς που συνήθως προτιμούσε να ξαπλώσει σε μια πολυθρόνα ακούγοντας μουσική και γενικά να ασχοληθεί με το κινητό της. Η γιαγιά είναι Ελληνίδα (άρα είμαι κατά ένα τέταρτο Έλληνας, πόσο πιο τέλειο;) και πραγματικά λατρεύει τη μυθολογία. Από αυτήν και τον παππού απέκτησαν τη μανία τους οι γονείς μας και μας έδωσαν αυτά τα ονόματα (ναι, ελληνικά είναι, το Πέρσι βγαίνει απ'το Περσέας).

NORMAL IS DIFFERENTΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα