κεφάλαιο 7 ( 2005 )

111 14 0
                                    

Η Αλκιόνη*(για όσους δεν θυμούνται Αλκιόνη είναι η κοπέλα που πρωταγονιστούσε το 1973 στα 3 πρώτα κεφάλαια) δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που είχε κάνει , σέρνοντας τα μαύρα χαμηλοτάκουνα παπούτσια της , έπιασε την κολώνα που στήριζε το σπίτι της και άρχισε να σιγοκλαίει , τα δάκρυα κηλούσαν ήρεμα απο τα γαλανά της μάτια και έφταναν στον κοκαλιάρικο κάτασπρο λαιμό της , ανέβηκε βασανιστικά αργά τα 4 σκαλοπατάκια και έπεσε χωρίς να έχει άλλη δύναμη στο ξύλινο πάτωμα της βεράντας , με καμπούρα στην μέση της και τα χέρια της αφημένα στο κρύο πάτωμα , έκλαιγε αλλά δεν άφηνε όλα τα συναισθήματα να βγούν προς τα έξω μετά απο περίπου πέντε λεπτά και μετά απο το πέρασμα 3-4 περαστικών που την κοιτούσαν παράξενα σηκώθηκε και άνοιξε την πόρτα , η θεία της , πιο γερασμένη απο ποτέ στα 83 της χρόνια καθόταν εξίσου αγέρωχη όπως παλιά με τις ρυτίδες χαραγμένες στο μέτωπο και τα πεσμένα μάγουλα , βέβαια τώρα τρέμοντας λίγο παραπάνω σε μία καρέκλα η οποία έτριζε κάθε φορά που άλλαζε θέση , η Αλκιόνη σαν να το είχε ξαναζήσει αυτό βέβαια με τον εαυτό της σε αυτή την καρέκλα να της σπάνε τα νερά .Και τότε η θεία της της είπε:

-Αλκιόνη .... γεια ! 

-Μπορείς να μην μιλας ? Ε? Σε έχω βαρεθεί και εσένα και την φωνή σου , πάρτην και φύγετε απο εδώ , δεν σας αντέχω άλλο.

-Πρόσεχε πως μιλάς !και βοήθησε με να σηκωθώ.

-Σήκω μόνη σου ! Βαρέθηκα και να σε σηκώνω και να σε βοηθάω και όλα ! Φύγε απο την ζωή μου έστω τώρα ή εαν δεν μπορείς να το κάνεις αυτό φύγε έστω απο την ζωή γενικώς! .... η αλκιόνη ούρλιαζε 

- Εγώ φταίω τελικώς που σε μεγάλωνα μόνη μου αντί να βρίσκεται ο καταραμμένος ο πατέρας σου εδώ.

Η Αλκιόνη που βρισκόταν ακουμπησμένη στον πάγκο της κουζίνας άρπαξε ένα μεγάλο μαχαίρι και κατευθήνθηκε στην θεία της . Της το έβαλε στον λαιμό , τρέμωντας και με τα δόντια της να ακουμπούν και να τρέμουν απο μίσος είπε " Κωλόγρια ! Μην ξαναβάλεις στο στόμα σου τον πατέρα μου ! Το κατάλαβες ? " 

Και επειδή δεν ήθελε να περάσει την υπόλλοιπη ζωή της στην φυλακή απομακρύνθηκε . Τότε η θεία της άρχισε να κλαίει και μετά απο δέκα λεπτά είπε " Συγνώμη" 

Η Αλκιόνη μπήκε στο δωμάτιο της και άρχισε να κλαίει και εκείνη με λυγμούς , δεν ήξερε πια πως θα τα κατάφερνε στην ζωή της.

Την επόμενη μέρα το πρωί σηκώθηκε μπήκε στο μπάνιο και έπλυνε το πρόσωπό της .Άνοιξε την ντουλάπα της και πήρε ένα παντελόνι γκρί το οποίο συνδύασε με ένα άσπρο πουκάμισο και με ένα μαύρο σακάκι απο έξω, για παπούτσια έβαλε τις μαύρες γόβες της. Ήταν αρχές Σεπτεμβρίου και είχε ντυθεί λίγο βαριά , έτσι αποφάσησε να αφήσει το σακάκι . Μια φωνή ακούστηκε απο πίσω της .

Η ιστορία της ζωής του.Where stories live. Discover now