κεφάλαιο 2 (1973)

315 33 4
                                    

                                                                                     1973

Ξύπνησε όταν ο ήλιος της χτύπησε τα μάτια , τα άνοιξε και για μια στιγμή αμφέβαλε εαν βρισκόταν κάπου στον παράδεισο ή απλά ήταν μια όαση στην σκληρή καθημερινότητά της . Η μικροσκοπική νοσοκόμα της έφερε το μωράκι της στην αγκαλιά της . Τα ξηρά  χέρια της Αλκιόνης το ακούμπησαν όσο πιο απαλά μπορούσαν για να μην το ξυπνήσουν . Ένιωθε τόση αγάπη μέσα της για αυτό το γλυκό αγοράκι που δεν ήξερε τι να κάνει . Τελικά αποφάσησε να μιλήσει στην νοσοκόμα για να μην την πιάσουν πάλι τα κλάματα.

-Έχετε λίγο νερό να μου φέρετε ?

- Πφφφφ.... επιτελους ! Μιλήσατε !

- Ναι είμαι λίγο αποροφημένη το τελευταίο διάστημα.

- Έχετε πάντως ένα πανέορφο αγοράκι . Να σας ζήσει ! 

- Σε ευχαριστώ . 

- Πάντως φαίνεσται πολύ νέα .

- και είμαι .... Δεν έκλεισα τα 23.

-Αχά ... Ε... οι συγγενείς σας ? Μήπως θα θέλατε να τους ειδοποιήσω ?

-ε...... εγώ.....

- ε..... να σας φέρω αυτό το νερό που λέγαμε...

- Αστο καλύτερα δεν διψάω και τόσο . Πότε θα πάρω εξιτήριο ?

- Μάλλον εαν πάνε όλα καλά αύριο το πρωί θα φύγετε . Πάντως ψυχή δεν πατάει σε αυτό το νοσοκομείο 

- ε... πως να πατήσει μέσα στα δάση....

- Εσεις ? Μένετε εδώ κοντά ?

-Κοντά..... τέλοςπάντων δεν γίνεται η απόσταση με τα πόδια αλλά ναι το σπίτι είναι μεσ'τα δάση εάν εννοείς αυτό.

Την επόμενη μέρα το πρωί έφυγε απο το νοσοκομείο. Με τα μάλλιά της μαζεμένα σε κότσο και τα γαλανά της μάτια να μισοκλείνουν απο την ένταση του ήλιου . Με έναν μπλέ σάκο στο ένα της χέρι και το τυλιγμένο σε θαλασσιά σεντόνια μωρό απ'το άλλο χέρι άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου και μπήκε μέσα . Όμως δεν ξεκίνησε , σκέφτονταν , τώρα είχε πραγματικά αγχωθεί , που θα πήγαινε ? Έβαλε μπρός και τελικά βρήκε τον εαυτό της να οδηγεί για το δρόμο προς στο σπίτι της θείας της. Μπήκε μέσα , μύριζε κλεισούρα , άνοιξε τα παράθυρα να αεριστεί το σπίτι και άρχιζε να τακτοποιεί , έκανε ένα μπάνιο  , τάιζε το μωράκι και κάθισε στην πολυθρόνα να ξεκουραστει . άκουσε τότε την πόρτα να χτυπάει . 

- Κυρία Μαγδαλινή η μαρία είμαι η φίλη της ανιψιάς σας , ανοίξτε ! 

Άνοιξε την πόρτα σιγά σιγά και αντίκρισε την φίλη της την μαρία με τα κόκκινα μαλλιά πιασμένα μπουκλέ σε έναν κότσο που έπεφτε απαλά στους ώμους , με ένα ζεστό χρώμα κόκκινου κραγιόν και τα καστανά της μάτια απορειμένα απο το θέαμα που αντίκρισε. 

Η ιστορία της ζωής του.Where stories live. Discover now