Κεφάλαιο 7

6.1K 368 19
                                    

Ένιωσα την Έιμι και την Έβελιν να με αγγίζουν η καθεμία στον έναν ώμο ενώ ένιωθα το βλέμμα του αδερφού μου και του Τζάρεντ στραμμένα πάνω μου. Η μηχανή έσβησε και τα παράθυρα έκλεισαν. Και τότε άνοιξε η πόρτα. Από μέσα βγήκε ο Τρέβορ. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει όλο και πιο γρήγορα.
-Είσαι καλά; Ψιθύρισε η Έιμι. Όλο μου το είναι παραπονιόταν. Ήθελα να τρέξω κοντά του και να τον αγκαλιάσω, να με αγκαλιάσει και αυτός και να με φιλήσει. Δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσο πολύ μου είχε λείψει. Ήθελα να κλάψω και να γελάσω μαζί. Όχι δεν ήμουν καλά. Αλλά αντί να πω αυτό τελικά έγνεψα καταφατικά. Είχα παγώσει και τον κοίταγα. Είχα πάνω από μια εβδομάδα να τον δω. Τα συναισθήματα μου ήταν ένας σκέτος ανεμοστρόβιλος. Το βλέμμα μου διασταυρώθηκε με το δικό του. Ο άνεμος ξαφνικά δυνάμωσε αλλά δεν με ένοιαζε καθόλου αυτήν την συγκεκριμένη στιγμή. Η βροχή δυνάμωσε επίσης. Και εμείς στεκόμασταν εκεί απέναντι ο ένας από τον άλλον. Το κουδούνι που χτύπησε δεν μου απέσπασε καν την προσοχή. Ο Τρέβορ χαμήλωσε το βλέμμα του, κλείδωσε το αυτοκίνητο του και μπήκε μέσα στο κτίριο.
 -Μικρή; Ψιθύρισε ο Μπράντον ανήσυχος. Φαινόμενο σπάνιο για αυτόν.
-Καλά είμαι. Τον διαβεβαίωσα.
-Θες να μην μπούμε την πρώτη ώρα; Πρότεινε η Έβελιν ενώ ακούστηκε το ίδιο ανήσυχη.
-Όχι πάμε. Τα λέμε παιδιά. Είπα στον Μπράντον και τον Τζάρεντ που είχαν το ίδιο ανήσυχο βλέμμα. Προχώρησα μπροστά και άκουσα την Έβελιν και την ΄Ειμι να με ακολουθούν.
-Είσαι σίγουρα; Άρχισε να λέει η Έιμι αλλά την έκοψα.
-Είμαι καλά εντάξει οπότε σταμάτηστε να μου φέρεστε λες και είμαι πενάτχρονο! Της φώναξα απότομα και συνέχισα να προχωράω. Όταν μπήκαμε στην αίθουσα κάθισα στην καρέκλα μου. Η Έιμι και η Έβελιν δεν με κοίταγαν καν. Είδα όμως ότι η Χέιλη και η Μπρίτνεη με κοίταζαν με μίσος. Ο Καθηγητής μπήκε μέσα και άρχισε την παράδοση. Μην τον σκέφτεσαι. Διέταξα τον εαυτό μου. Συγκέντρωσου στο μάθημα όχι σε αυτόν. Αλλά όλες μου οι σκέψεις είχαν την μορφή του. Ο τρόπος που με κοίταγε. Το πρόσωπο του δεν φανέρωνε καθόλου συναισθήματα. Είχα δει τον ΤΡέβορ μετά από κάτι που έμοιαζε σχεδόν σαν αιώνας. Μου είχε λείψει απίστευτα και παρόλα αυτά δεν μπορούσα να πάω κοντά του, να του μιλήσω να τον αγκαλιάσω. ΄Επρεπε όμως να του μιλήσω. Να ξεκαθαρίσουμε την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε. Αλλά πως υποτίθεται ότι θα το έκανα αυτό; Εδώ δεν ήξεραν καν πως αισθανόμουν που τον ξαναέβλεπα. Τον αγαπούσα ακόμη αυτό εννοείται αλλά για όλα αυτά που είχαν γίνει. ΄Ηταν περίπλοκο… Εντάξει πολύ περίπλοκο. Να έκανα την κίνηση και να του μίλαγα ή να περίμενα και να έβλεπα τι θα έκανε αυτός; Το κεφάλι μου και η λογική μου μου έλεγαν να περιμένω αλλά η καρδιά μου με παρότρυνε να του μιλήσω την επόμενη φορά που θα τον έβλεπα. Συνεπώς στο διάλειμμα. Και τι ακριβώς να του έλεγα δηλαδή; ‘’Ει Τρέβορ τι γίνεται; Χαίρομαι που είσαι καλά και μου είχες λείψει οπότε γιατί δεν τα ξαναβρίσκουμε; ’’όχι, όχι. Αυτό δεν ήταν αυτό που έπρεπε να πω. Από την άλλη αν άφηνα εκείνον να έρθει σε εμένα και εκείνος δεν ερχόταν; Απλά θα συμπεριφερόμασταν σαν άγνωστοι, σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ τίποτε μεταξύ μας; Γιατί όλα έπρεπε να είναι τόσο μπερδεμένα; Ξεφύσηξα δυνατά και κάποιοι συμμαθητές μου που ήταν κοντά γύρισαν και με κοίταξαν. Και μετά γύρισαν πάλι προς τον καθηγητή. Η Έβελιν και η Έιμι γύρισαν πίσω αλλά δεν είπαν τίποτε. Ένιωθα σαν μια ωρολογιακή βόμβα που ήταν έτοιμη να εκραγεί από λεπτό σε λεπτό. Όταν ξαφνικά ακούστηκαν γυαλιά να σπάνε. Αυτομάτως κοίταξα πάνω. Οι 2 λάμπες από πάνω μου είχαν γίνει κομματάκια.
 -Γκαμπριέλα είσαι καλά; Με ρώτησε ο καθηγητής ερχόμενος προς το μέρος μου.
-Ναι ναι μια χαρά. Απάντησα εγώ προσπαθώντας ακόμα να καταλάβω τι ακριβώς είχε συμβεί.
-Ειλικρινά δεν ξέρω τι συνέβη και πως έγινε αυτό. Γιατί δεν κάθεσαι με τον Άσερ και μετά το διάλειμμα αφού θα έχουμε πάρει τα γυαλιά από το θρανίο σου κάθεσαι στην θέση σου. Μου είπε. Εγώ έγνεψα πήρα τα πράγματα μου και πήγα και κάθισα δίπλα στον Άσερ.
-Γεια. Ψιθύρισα.
-Γεια. Ψιθύρισε και εκείνος. Ο καθηγητής προχώρησε μπροστά και συνέχισε να παραδίδει.
-Εμ τι ακριβώς έγινε; Ρώτησα σιγανά τον Άσερ.
-Δεν κατάλαβες; Με ρώτησε με την απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του.
-Όχι βασικά ήμουν λίγο χαμένη στο κόσμο μου. Παραδέχτηκα.
 -Ακούγαμε τον καθηγητή όταν ακούσαμε τις λάμπες να κάνουν έναν περίεργο ήχο και μετά απλά έσπασαν. Μου απάντησε μελετώντας με προσεκτικά.
-Οh. ΄Ηταν το μόνο που είπα.
-Τι σκεφτόσουν; Με ρώτησε.
-Ότι όλα μου πάνε στραβά. Είπα.
-Τι εννοείς; Με ξαναρώτησε κοιτώντας με με τα καταπράσινα μάτια του. Δίστασα για λίγο.
-Είδα τον Τρέβορ σήμερα. Και νιώθω… βασικά ποιον κοροϊδεύω δεν έχω ιδέα πως νιώθω ή τι στο καλό θα κάνω! Είπα τελικά.
-Και νιώθεις όλα τα συναισθήματα σου να σε κατακλύζουν. Απάντησε εκείνος.
-Ακριβώς. Παραδέχτηκα.
-Σου φαίνονται όλα τόσο μπερδεμένα έτσι; Με ρώτησε ξανά. Ο Άσερ με καταλάβαινε. Έλεγε ακριβώς πως ένιωθα. Αλλά πώς το ήξερε; Είχε περάσει από κάτι παρόμοιο. Δεν άντεχα να μην ρωτήσω.
-Πώς το ξέρεις; Πώς γίνεται να ξέρεις ακριβώς πώς νιώθω; Έχεις περάσει από κάτι παρόμοιο;
-Ναι στο περίπου. Είπε και ένα θλιμμένο χαμόγελο τρεμόπαιξε στα χείλη του.
-Άρα με καταλαβαίνεις; Ρώτησα σαν χαζή. Με κοίταξε ξανά. Για λίγο δεν είπε τίποτα. Μήπως το είχα παρακάνει; Είσαι ηλίθια! Είπα στον εαυτό μου.
-Ναι ξέρω ακριβώς πως νιώθεις Γκάμπι. Είπε τελικά.
 -Είναι χάλια να νιώθεις έτσι. Χωρίς να ξέρεις τι να κάνεις, πώς να αντιδράσεις και πως νιώθεις για το όλο θέμα. Είπα εγώ.
-Ακριβώς. Συμφώνησε εκείνος απευθυνόμενος πιο πολύ στον εαυτό του παρά σε εμένα. Τότε το κουδούνι χτύπησε. Ο Άσερ σηκώθηκε και βγήκε έξω. Μόλις έφυγε η Έβελιν και η Έιμι ήρθαν σε εμένα.
-Δεν χτύπησες έτσι; Ρώτησε η Έιμι.
-Όχι Έιμι. Είμαι μια χαρά. Της είπα βάζοντας και ένα ψεύτικο χαμόγελο.
-Θες να μείνουμε μέσα; Ρώτησε η Έβελιν.
-Όχι! Της είπα.
 -Άκου ίσως θα ήταν καλύτερα αν -Άρχισε να λέει η Έιμι αλλά η Έβελιν την διέκοψε εκπλήσσοντας με.
-Όχι Έιμι. Άστην να αποφασίσει τι θέλει χωρίς να την πιέζουμε. Ανοιγόκλεισα τα ματια μου και κοίταξα την κολλητή μου. Μετά της χαμογέλασα.
-Πάμε έξω. Τους είπα παίρνοντας την καθεμία από το ένα χέρι και οδηγώντας τες έξω. Μόλις πήγαμε στην τραπεζαρία πήγαμε και κάτσαμε μαζί με τον Μπράντον και τον Τζάρεντ.
-Καλύτερα; Με ρώτησε ο αδερφός μου.
-Μια χαρά. Τον διαβεβαίωσα για άλλη μια φορά.
-Σίγουρα; Είπε ο Τζάρεντ.
-Ναι. Είπα εγώ και μετά τον ρώτησα.
 -Του μίλησες;
-Όχι. Δεν μιλήσαμε καθόλου και ούτε καν κάθισε στην θέση του μαζί μου. Εξήγησε ο Τζάρεντ.
-Καλά τι έχει πάθει; Ρώτησε η ΄Ειμι.
-Μακάρι να ήξερα. Της απάντησε ο Τζάρεντ και ξεφύσηξε. Ο Τρέβορ και ο Τζάρεντ ήταν φίλοι από παλιά όπως ακριβώς εγώ με τα κορίτσια. Σίγουρα στεναχωριόταν και αυτός για τον Τρέβορ.
-Γιατί δεν του μίλησες εσύ; Τον ρώτησε η Έιμι.
 -Ήθελα να δω πρώτα τι θα έκανε εκείνος. Αλλά φαίνεται πολύ χάλια. Δεν έχω ιδέα τι μπορεί να έχει. Της είπε ο Τζάρεντ.
 -Ναι αλλά δεν μπορούμε και να καθόμαστε με τα χέρια σταυρωμένα. Είπε ο Μπράντον.
-Και τι ακριβώς θα κάνουμε. Υποτίθεται ότι εγώ και αυτός χωρίσαμε. Και τώρα δεν μιλάει ούτε καν στον Τζάρεντ και εσένα. Ας μην μιλήσουμε για την Έβελιν και την ΄Ειμι. Είπα ίσως λίγο πιο απότομα από ότι έπρεπε.
-Όχι έχεις δίκιο Γκάμπι. Ότι έγινε έγινε μεταξύ σας. Τουλάχιστον αν δεν θέλει να κάνει παρέα μαζί μας ας το πει .Είπε η Έβελιν ενώ οι υπόλοιποι γνέψανε συμφωνώντας μαζί τους. Δεν είχε άδικο. Κάποιος έπρεπε να του μιλήσει.
-Που είναι τώρα; Ρώτησα.
-Δεν ξέρω. Βγήκε πρώτος από την τάξη. Και δεν μου φαίνεται να είναι εδώ. Απάντησε ο Τζάρεντ ελέγχοντας την καφετέρια.
-Πάμε έξω. Πρότεινε η Έιμι. Και αυτό ακριβώς κάναμε. Μόλις βγήκαμε έξω δεν υπήρχε κανένας. Η βροχή είχε ελλλατωθεί αρκετά αλλά έκανε ακόμη κρύο. Ένιωσα κάποιον να με σκουντάει ελαφρά. Γύρισα και κοίταξα τον Μπράντον. Μου έδειξε ίσια. Κοίταξα. Ο Τρέβορ καθόταν μόνος του φορώντας την κουκούλα του στο παγκάκι και ασχολούνταν με το κινητό.
-Καλά δεν κρώνει; Ψιθύρισε η Έβελιν.
 -Προφανώς όχι. Απάντησα εγώ. Τι να του είχε συμβεί και είχε αλλάξει τόσο απότομα; Καλά εγώ αλλά δεν μιλούσε ούτε καν στον τόσα χρόνια κολλητό του. Τον Τζάρεντ. Το κουδούνι χτυπησε και μας έκανε όλους να αναπηδήσουμε.
-Πάμε δεν έχει νόημα. Είπε ο Μπραντον και προχώρησε μέσα. Ο Τζάρεντ ξεφύσηξε άλλη μια φορά αλλά τον ακολούθησε. Τα κορίτσια περίμεναν να δουν τι θα έκανα. Ο Τρέβορ δεν σηκώθηκε καν. Παρέμεινε στην θέση του.
-Πάμε. Είπα απογοητευμένα. Όταν μπήκαμε στην αίθουσα πήγα και κάθισα στην θέση μου. Ευτυχώς είχαν πάρει τα γυαλιά από τις σπασμένες λάμπες. Η Καθηγήτρια μπήκε μέσα και άρχισε να μιλάει. Αλλά εγώ όπως ήταν αναμενόμενο είχα το μυαλό μου αλλού. Γιατί είχε απομακρυνθεί τόσο πολύ από όλους μας ο Τρέβορ; Ξεφύσηξα. Δεν άντεχα. Σηκώθηκα και πήγα στην έδρα.
-Μπορώ να πάω για νερό; Ρώτησα την καθηγήτρια.
 -Βέβαια. Είπε εκείνη. Εγώ ψιθύρισα ένα ευχαριστώ και βγήκα έξω. Φυσικά και δεν ήθελα νερό. Απλώς να με χτυπήσει λίγο φρέσκος αέρας. Έτσι βγήκα στο προαύλιο και πήγα να κάτσω λίγο στα παγκάκια που θα ήμουν μόνη μου ή αυτό νόμιζα. Ο Τρέβορ ήταν εκεί.Έλα τώρα μην είσαι δειλή. Σκέφτηκα πριν πλησιάσω. Είναι ή τώρα ή ποτέ. Πήγα κοντά του και κάθισα δίπλα του.
-Γεια. Κατάφερα να πω. Εκείνος απέστρεψε το βλέμμα του χωρίς να μιλήσει.
-Που ήσουν τόσο καιρό ΤΡεβ; Είχαμε ανησυχήσει. Του είπα διστακτικά.
-Είναι για το καλύτερο έτσι πίστεψε με. Αποκρίθηκε χωρίς ακόμα να με κοιτάει. Τι στο καλό;
-Όχι. Θα μπορούσες να είχες πάρει ένα τηλέφωνο τον Τζάρεντ ή τα κορίτσια αν απλά ήθελες να σταματήσουμε να έχουμε καμία απολύτως σχέση μεταξύ μας. Είπα προσπαθώντας να κρατήσω την φωνή μου σταθερή.
-Δεν είναι αυτό Γκάμπι. Απλά τα πράγματα είναι διαφορετικά. Είπε.
 -Τι εννοείς; Ρώτησα απορριμμένα μην καταλαβαίνοντας λέξη από αυτά που έλεγε.
-Λέω ότι τα πράγματα δεν είναι πλέον όπως τα ήξερες. Όπως όλοι σας τα ξέρατε. Έχουν αλλάξει. Εγώ έχω αλλάξει. Είπε. Τι στο καλό εννοούσε; Έβαλα το χέρι μου στον ώμο του.
-Τι εννοείς Τρεβ; Τον ξαναρώτησα προσπαθώντας έστω να καταλάβω και το παραμικρό από όσα έλεγε. Πράγμα που ήταν δύσκολο. Αποτραβήχτηκε από το άγγιγμα μου και επιτέλους γύρισε να με κοιτάξει.
-Ότι πρέπει να μείνεις όσο το δυνατόν πιο μακριά μου γίνεται Γκάμπι. Τελείωσε. Εμείς τελιώσαμε. Δεν θέλω να έχω σχέση ούτε με εσένα ούτε με το ηλίθιο παρεάκι σου. Και δεν είναι φίλοι μου. Ήταν. Αλλά αυτό ανήκει στο παρελθόν όπως ακριβώς ανήκεις και εσύ. Φώναξε. Είχα παγώσει και τον κοίταγα. Αλλά δεν άντεξα άλλο.
-Πώς το λες αυτό Τρέβορ; Εγώ και εσύ είχαμε κάτι και το ξέρεις! Του φώναξα και εγώ. Είχε αρχίσει πάλι να βρέχει αλλά δεν με ένοιαζε.
 -Ακριβώς είχαμε. Βασικά η κατάλληλη φράση είναι ότι εσύ ένιωθες κάτι για μένα. Πάντα εσύ. Εγώ ήθελα απλά να σε ρίξω στο κρεβάτι και αφού το κατάφερα γιατί να σπαταλάω τον χρόνο μου μαζί σου όταν υπάρχουν τόσες άλλες όμορφες κοπέλες εδώ πέρα. Είπε εκείνος. Ένιωθα την βροχή να γίνεται ένα με τα δάκρυα μου.
 -ΤΙ; Κατάφερα να πω΄.
 -Μην μου πεις ότι πίστεψες ότι σε αγάπησα Γκάμπι.! Είσαι πραγματικά τόσο χαζή; Είπε γελώντας. Και μετά έκανα κάτι που πίστευα ότι δεν θα έκανα ποτέ. Τον χαστούκισα. Εκείνος έπιασε το μάγουλο του με το χέρι του.
-ΣΕ ΜΙΣΩ!!! Του φώναξα με τον άνεμο να δυναμώνει όλο και περισσότερο. Με κοίταξε δεν ήξερα αν ήταν από την βροχή, η επειδή έκλαιγα αλλά είμαι σίγουρα ότι είδα τα μάτια του να γυαλίζουν. Μου έριξε μια τελευταία ματιά και έφυγε μπαίνοντας μέσα στο αυτοκίνητο του και γκαζώνοντας. Φεύγοντας μακριά από το σχολείο. Και μακριά από εμένα.

Ο Φύλακας Άγγελος σου {GWattys}Where stories live. Discover now