|3|

10 3 4
                                    

Τα φώτα στους δρόμους τρεμοπαίζουν.
Προχωράω χωρίς βιασύνη.
Φοβάσαι;
Μην φοβάσαι.
Ένα αυτοκίνητο με προσπερνάει και μπορώ να δω την συνοδηγό να γελάει.
Εκείνο το γέλιο σου.
Ήταν τα πάντα μου εκείνο το γέλιο σου.
Περνάω κάτω από μια λάμπα.
Σβήνει.
Περνάω κάτω από την επόμενη.
Εκρήγνυται.
Φαντάσματα; 
Μακάρι.
Μου έλειψε η συντροφιά τους.
Εσένα σίγουρα όχι.
Φοβόσουν τα φαντάσματα.
Κι ας έλεγες πως δεν υπάρχουν.
Κι ας έλεγες ότι δεν πιστεύεις σ' αυτά.
Ήξερες όμως.
Φυσικά ήξερες.
Γι' αυτό φοβόσουν.
Άλλο ένα αυτοκίνητο.
Ο οδηγός κόβει ταχύτητα και με κοιτάει παράξενα.
Φοβάσαι;
Μην φοβάσαι.
Το αυτοκίνητο σταματάει μπροστά μου.
Κατεβάζει το παράθυρο και με κοιτάει.
- Να σε πάω κάπου;
- Όχι, ευχαριστώ. Πάω σπίτι.
- Βρίσκεσαι στην μέση της εθνικής οδού!
- Ναι, πάω σπίτι.
- Σίγουρα δεν θες να σε πάω κάπου;
- Ναι, ευχαριστώ. Πάω σπίτι.
- Εντάξει, ότι πεις...
Το αυτοκίνητο απομακρύνεται γρήγορα.
Θα φοβάται τα φαντάσματα.
Γιατί όμως;
Πότε δεν ενόχλησαν κανέναν.
Αντιθέτως, οι άνθρωποι είναι που ενοχλούν.
Τα φαντάσματα;
Ναι.
Γενικότερα ενοχλούν τα πάντα όσα τους φαίνονται αφύσικα.
Μη φυσιολογικά.
Ενώ μόνο αυτοί είναι αφύσικοι.
Μη φυσιολογικοί.
Με ελλείψεις.
Πολλών αρετών.
Αλληλεγγύης.
Συμπόνιας.
Α γ α π η ς.
Συνεχίζω να προχωράω στην άκρη του δρόμου.
Οι λάμπες μια μια σβήνουν στο πέρασμά μου.
Προχωράω κι αφήνω πίσω μου σκοτάδι.
Μαύρο σκοτάδι.
Φοβάσαι;
Μην φοβάσαι.

Unforgiven Where stories live. Discover now