κεφάλαιο 1 ( 1973)

1.3K 44 8
                                    

                                                                                        1973

Ήταν ένα σκοτεινό απόγευμα . Η Αλκιόνη μέσα στο σπίτι ,καθισμένη σε μια καρέκλα που έτριζε όταν εκείνη άλλαζε στάση . Η φουσκωμένη της κοιλιά την εμπόδιζε να σκύψει και να πάρει το κουβάρι που της είχε πέσει και διέκοψε το πλέξιμο του μικροσκοπικού παντελονιού για το μικρό αγοράκι που θα έφερνε στον κόσμο . Ήταν τόσο μόνη που το μόνο που ακούγονταν ήταν η βροχή που καθώς έπεφτε ασταμάτητα στα φύλλα των δέντρων  και ξανά στο έδαφος έκανε έναν έναν απαλό θόρυβο που της έφερνε νανούρισμα. 

Σκέφτηκε για λίγο με δάκρυα να κυλούν απ'τα μάτια της και αφού τα σκούπισε με τα ξερά απο το κρύο χέρια της έκανε να σκύψει για να πιάσει το κουβάρι. Ένας αφόρητος πόνος την διαπέρασε απ'το κεφάλι και έβγαλε απ'το στόμα της μια κραυγή που ακόμη και η ίδια απόρρησε. Άρχισε να τρέμει, δεν μπορούσε να αναπνεύσει απ'τον φόβο της, άρχισε να ιδρώνει οι παλμοί είχαν ξεπεράσει το συνηθισμένο, έγινε χλωμή , δάκρυα πόνου κύλησαν απ'τα μάτια της , έκανε να σφυχτεί και να ζητήσει βοήθεια , το μυαλό της ,της έλεγε να μείνει εκεί μέχρι να φύγει ο πόνος αλλα τα πόδια της πήγαιναν μόνα τους , τα χέρια της άνοιξαν την πόρτα , κατέβηκε τα σκαλιά καλλυμένα με λάσπη ποδοπατώντας τον εαυτό της. Η βροχή έπλυνε τα ξερά καστανά πλούσια της μαλλιά και δεν έκανε να ξεχωρίζουν τα δάκρυα που έπεφταν απ'τα γαλανά της μάτια .

Άνοιξε το αμάξι πιάνοντας με μια κίνηση στοργής την κοιλιά της . Δεν ήξερε να οδηγεί , δεν την ένοιαζε, πέρασε με αδεξιότητα τα δέντρα προσπαθώντας να προσανατοληστεί και να βγεί στον άδειο τελικά δρόμο. Αισθανόταν δέος , ήθελε να γυρίσει τον χρόνο πίσω να μην ήταν μόνη της, τώρα πιά έκλαιγε με λυγμούς. Βγήκε απτο αμάξι και σχεδόν σέρνοντας τα πόδια της μπήκε στο νοσοκομείο . Μια μικροσκοπική γυναίκα με πράσινα μάτια σαν το γρασίδι που προφανώς είχε καταλάβει τι συναίβενε , άφησε το τηλέφωνο στο πάγκο βουτηγμένο στα χαρτιά , με συνοφριωμένο ύφος και μισάνοιχτα τα ροδαλή της χείλη έτρεξε και τότε μπέρδευες πια ήταν πραγματικά φοβισμένη . Την οδήγησε σε ένα άσπρο δωμάτιο και έκλεισε την πόρτα.

Mετά από 4 ατελείωτες ώρες ο γιατρός με ένα χαμόγελο ικανοποίησης. Στο κρεβάτι καθόταν εκείνη , χλωμή , κουρασμένη , με τα γαλανά της μάτια στεφνά , τα ατημέλητα μαλλιά της να πέφτουν στο ασπρόδερμό της δέρμα . Τα ξερά μακρία της δάχτυλα , ακουμπούσαν την πλάτη του μωρού και τα χείλη της είχαν πάρει ένα σχήμα χαμόγελου. Ξαφνικά ένα δάκρυ κήλυσε απ'το μάτι της καί έπεσε στο μέτωπο του μωρού το οποίο μισοξύπνησε. Σκεφτόταν πως θα μεγάλωνε το παιδί . Δεν ήξερε προς τα που να πάει. Στο σπίτι με την άκρως καταπιεστική θεία της ή να φύγει , να φύγει μακριά ..... Ξέσπασε σε λυγμούς, η νοσοκόμα έφτασε αμέσως έκανε να την καθησυχάσει μα εκείνη της έγνεψε αρνητικά . Η νοσοκόμα πήρε το μωρό και βγήκε έξω απο το δωμάτιο . Αρχισε να θυμάτε , να σκέφτεται και να κλαίει έτσι άπραγη ωσπου την πήρε ο ύπνος . Θυμόταν την μέρα όπου οι γονείς της πέθαναν , μια σκοτεινή βραδιά , ομίχλη , κακοδιατηρημένο αμάξι και το κακό δεν άργησε να συμβεί . Απο τότε , δηλαδή απτα 8 της , την ανέλαβε η θεία της η Μαγδαλινή . Αυστηρή , αγέρωχη με τα γκρίζα της μαλλιά πάντα πιασμένα σε κότσο , τα γαλάζια ανοιχτόχρωμα μάτια και τα μικρά κατακόκκινα χείλη με τις βαθιές  ρυτίδες στο πρόσωπο χαραγμένες . Έζησε μια ζωή στερημένη , όχι απο υλικά αγαθά αλλά από αγάπη , απο στοργή , απο φιλευσπλάχνεια. Κλεισμένη μέσα στο σπίτι , χωρίς φίλους να αναζητά τους γονείς της. Θα μπορούσε κανείς να πει πως είχε μια άθλια ζωή κι όμως θα πρότιμούσε να είχε αυτή τη ζωή καθώς τα πράγματα θα χειροτέρευαν . Στα 18 της γνώρισε τον άντρα της ζωής της παρά τις αντιρήσεις της θείας της πως θα έπρεπε να παντρευτεί κάποιον πλούσιο πήγε μαζί του. Στα 19 της η θεία της θα πήγεαινε ένα ταξίδι για 12 μήνες στην Αμερική . Η μικρή έμεινε έγκυος ήταν ευτυχισμένη , αλλά εαν το μάθαινε η θεία της υπήρχε περίπτωση να την σκοτώσει . Βέβαια είχε χρόνο λόγω του ταξιδιού της θείας της . Να όμως που δεν μπορούσε να αποφύγει την μοίρα.  Ο άντρας της πέθανε απο  δυστήχυμα. Βρισκόταν σε απόγνωση. Πιά είχε ξεχάσει τι θα πεί χαμογέλο. Έφυγε απο την Μέση Ανατολή οπου συζούσε με τον μακαρίτη και πήγε στο σπίτι της στο δάσος , δηλαδή στο σπίτι της θείας της που έλειπε. Μέχρι και εκείνη τη στγμή που έσκυψε να πάρει το κουβάρι και έσπασαν τα νερά δεν είχε πει τίποτα στην θεία της. Δεν ήθελε . Όμως τώρα ήξερε πόσο λάθος έκανε. Της είχαν απομείνει 2 μήνες μέχρι να γυρίσει η θεία της. Την μισούσε , δεν την ήθελε , ποτέ δεν της είχε συμπεριφερθεί καλά και ήξερε πως ήθελε η θεία της να την προσέχει για τα λεφτά του πατέρα της. Την βασσάνιζαν οι σκέψεις της θείας της. Εάν τότε που θα πήγαινε να ζήσει με τον άντρα της η θεία της έβαλε άλλους να αρχίσουν να την χτυπάνε και έκλεψε χρήματα  απο τον γαμπρό της .... τι θα έκανε τώρα που γέννησε παιδί δεν της έχει πει τίποτα και ο άντρας της έχει πεθάνει ; Θα την σκοτώσει ; και εάν έφευγε , έσκαγε.... πως θα συντιρούσε το μωρό της ; Αυτές οι σκέψεις την ξύπνησαν και άρχισε πάλι να κλαίει.

.

Η ιστορία της ζωής του.Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα