Αν και ήταν όλα ωραία δεν έφαγα πολύ, το στομάχι μου είχε γίνει κόμπος που θα εφευγα σε λιγες ώρες. Και ο πατέρας μου είχε ενα απλανές βλέμμα που δημιουργείτε όταν σκέφτεται κάτι σοβαρό. "Μπαμπά τι συμβαίνει; Δεν έχεις ακουμπήσει το πιάτο σου εδώ και πολύ ωρα. Τι σκέφτεσαι;"
"Τίποτα που πρεπει να σε ανησυχεί γλυκιά μου."

Μου λέει και μου χαϊδεύει το μάγουλο. Παίρνω το χέρι του και το βάζω μέσα στις χούφτες μου λέγοντας του. "Εχουμε πει τα λέμε όλα σωστα; Πες μου."

Με κοιτάει στα μάτια με ένα παράπονο ενώ έχει βουρκώσει. "Alice, είσαι η μονάκριβη μου. Είσαι ότι πιο όμορφο και σημαντικό μου έτυχε και με το να βλέπω να σε βασανίζουν τα δικά σου προβλήματα και εγώ να μη μπορώ να κάνω κάτι, νιώθω άχρηστος."

Είχα βουρκώσει αλλά προσπάθησα πολύ να μη κλάψω. "Μπαμπά, δεν είσαι άχρηστος, δεν πρέπει να νιώθεις έτσι. Είσαι ο καλύτερος πατέρας που θα μπορούσα να έχω και σιγά, δεν είναι τόσο δύσκολα όσο φαίνονται τα πράγματα στο σπίτι. Θα τα καταφέρω."

Φυσικά και δεν είναι όπως φαίνονται, είναι πολύ χειρότερα, αλλά δεν θα ήθελα να το δείξω σε αυτόν. Νιώθει ήδη απαίσια.
"Ολά καλά, μια χαρά θα είμαι." του λέω και του δείχνω πως το εννοώ. Εκείνος μου χαμογελάει και μου λέει
"Είμαι περήφανος για εσένα κόρη μου."

Ήθελα να το ακούσω αυτό, είχα ανάγκη να το ακούσω απο κάποιον που να το εννοεί. Αφού μιλήσαμε λίγο ακόμα, μαζέψαμε το τραπέζι και εγώ ανέβηκα στο δωμάτιο μου. Έπεσα με δύναμη μπρούμητα πανω στο μαλακό μου κρεβάτι. Έκλεισα για λίγο τα μάτια μου και σκέψεις βασάνιζαν τον κεφάλι μου. Χρειαζόμουν λίγο αέρα. Καθαρό αέρα, να εισπνεύσω, να νιώσω για λίγο ακόμα ελεύθερη. Κατέβηκα γρήγορα τα σκαλιά και χωρίς να πω κουβέντα βγήκα εξω. Ο προορισμός άγνωστος και δε με ένοιαζε. Η ψυχή μου ήθελε απλά λίγη γαλήνη να νιώσει πριν την κυριεύσει το χάος.

Περπατούσα και σκεφτόμουν. Είχα χάσει την αίσθηση της ώρας δεν ήξερα καν που μπορεί να είχα φτάσει. Όταν ένιωσα πως τα πόδια μου πονούσαν, κοίταξα γύρω να βρω κάπου να κάτσω. Ηταν αρκετά απόμερα για να υπάρχει κάποιο παγκάκι και έκατσα στην άμμο μπροστά απο μία μικρή θάλασσα. Συνήθως η θάλασσα ηταν η ηρεμία μου. Η προσωπική μου ψυχική ηρεμία στη φασαρία μέσα μου. Αυτή τη στιγμή όμως με έχουν κατακλείσει τα συναισθήματα. Δε κλαίω, δε θέλω να κλάψω, ποτέ δε ήμουν ο τύπος που θα πέσει χαμηλά όσο και αν ένιωθε τον πάτο.

Έκανα τον εαυτό μου να βγεί απο αυτές τις σκέψεις. Συνηδητοποίησα πως έλειπα πολύ ώρα από το σπίτι και έπρεπε να γυρίσω να ετοιμάσω τα πράγματα μου.

his issues [h.s]Where stories live. Discover now