Κεφάλαιο 11ο

Beginne am Anfang
                                    

Τον αγριοκοίταξε αλλά δεν είπε τίποτα. 《Πως θα φύγουμε;》την ρώτησε και κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. 《Πετώντας》του είπε και εκείνος άρχισε να κάνει την μαϊμού 'για το αστείο' που πέταξε. 《Δεν είσαι αστείος》του είπε σοβαρά και εκείνος σταμάτησε κοιτώντας αλλού. 《Άιντε πάμε πριν αρχίσει να φυσάει》του είπε. 《Έξυπνη ιδέα αλλά εσύ θα κυκλοφορήσεις με τα εσώρουχα μόνο;》την ρώτησε. 《Θα σε χάλαγε κιόλας..》είπε ψιθυριστά. 《Είπες κάτι;》την ρώτησε. 《Λέω! Μπορούμε να φορέσουμε τα ρούχα, και ας κολλάνε απάνω μας.》είπε και εκείνος στένεψε τα μάτια του.

Άρχισαν να προχωράνε. Πέρασαν το μαγαζί, την πλατεία, το πάρκο και έφτασαν σπίτι της. 《Ωχ παναγία μου》αναφώνησε και απλώθηκε σαν το χταπόδι στον καναπέ. 《Εεε. Άιντε σήκω να μπεις για μπάνιο!》τον σκούνταγε. 《Μπες εσύ πρώτη μιας και είναι δικό σου το σπίτι ρε Γιώτα. Άσε με..》γκρίνιαξε και εκείνη στριφογύρισε τα μάτια της.

Μπήκε στο δωμάτιό της και πήρε την πετσέτα. Βγήκε έξω και τον είδε να κοιμάται. Αναστέναξε και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο. Το ζεστό νερό που έπεφτε με ορμή απάνω στο σώμα της, την έκανε να χαλαρώσει κατευθείαν. Σκεφτόταν τι είχε γίνει εδώ και μια εβδομάδα περίπου. Η ζωή της είχε αλλάξει κατά πολύ. Ούτε την φίλη της, την Αθηνά δεν είχε δει αν και τις προάλλες στο τηλέφωνο φάνηκε αρκετά περίεργη. Ποιος ξέρει;

《Γιώτα τελειώνεις;》άκουσε την φωνή του από το σαλόνι. 《Εδώ είμαι》του απάντησε και εκείνος σήκωσε το κεφάλι του. Την είδε στο χολ να έρχεται προς το μέρος του. Φορούσε τις μπιτζάμες της με ζωάκια και τα μαλλιά της ήταν βρεγμένα. Κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες να μην γελάσει. Κι όμως δεν πέτυχε. 《Γιατί γελάς;》τον ρώτησε και σταύρωσε τα χέρια στο στήθος της. 《Με σκυλάκια; Σοβαρά;》την ρώτησε γελώντας και εκείνη στριφογύρισε τα μάτια της, ξανά. 《Δεν μπαίνεις για μπάνιο;》τον ρώτησε θυμωμένη και εκείνος την κοίταξε. 《Τι θα φορέσω μετά;》την ρώτησε. 《Θα σου βγάλω ρούχα》του είπε παίρνοντας το τηλεχειριστήριο στο χέρι της. 《Δεν νομίζω να μου κάνουν..》της είπε και του ξέφυγε ένα γελάκι. 《Θα το δούμε αυτό..》του είπε αιγματικά και άνοιξε την τηλεόραση.

《Που τα βρήκες αυτά;》της φώναξε και γύρισε το κεφάλι της. Στην αρχή κοκκάλωσε μιας και οι κοιλιακοί του ήταν σε θέα, έτρεχαν νερά από τα μαλλιά του και γύρω από την μέση του είχε μια πετσέτα. Ξεροκατάπιε και στο τέλος κατάφερε να τον κοιτάξει στα μάτια. 《Ποια;》τον ρώτησε. 《Τα ρούχα》της απάντησε και της τα έδειξε που τα κρατούσε στο χέρι του. 《Εμμ...στη ντουλάπα;》του είπε. 《Και γιατί ήταν αυτά εκεί μέσα;》την ρώτησε με ανασηκωμένο φρύδι. 《Και εσένα τι σε νοιάζει;》τον ρώτησε και έσμιξε τα δικά της. 《Απλώς ρωτάω. Κακό είναι;》την ρώτησε θυμωμένος. 《Είναι!》του φώναξε και σηκώθηκε όρθια. 《Πες μου ότι είσαι σαν και εκείνες τις πουτάνες που το κάνουν με τον έναν και με τον άλλον και αφήνουν τα ρούχα τους εδώ..》της είπε. Τον πλησίασε και η παλάμη της βρέθηκε με δύναμη στο μάγουλό του. Της έπιασε τους καρπούς. 《Τι έκανες;!》της είπε άγρια. 《Αυτό που σου άξιζε! Μαλάκα!》φώναξε και απελευθερώθηκε από την λαβή του.

Έτρεξε μέσα στο δωμάτιό της και κλείδωσε. Γύρισε την πλάτη της, στην πόρτα και σύρθηκε ως κάτω.

------------------------------------------------------

Χευυ. ΟΜΓ. φίλε πεινάω τόοσο πολύυυ που νομίζω πως βλέπω ένα κοτόπουλο δίπλα μου. Αα όχι περίμενε. Ο αδερφός μου είναι αυτός:(

Λοιπόνν καιι δεύτερο κεφάλαιο για σήμεραα. Λίγο κάπως χαχαχ.

Εικόνα: Ο Άρης στην θάλασσα.

Αυτάα. Αντίο σαςς:*
#ΝΤΟΝΑΤΣΑΚΙΑ #ΛΟΒΕΕ.♥♡
-Ροδ:3'

Ο Βυθός Των Ματιών Σου.Wo Geschichten leben. Entdecke jetzt