Μαύρο ξημέρωμα

625 19 8
                                    

Τρίτη, 18 Απριλίου 1967

Ξύπνησε με δυσκολία, σα να είχε πέσει σε λήθαργο. Ο άντρας της την είχε ξενυχτήσει για τα καλά το περασμένο βράδυ. Είδε τη μεριά του άδεια, ανασηκωσε ελαφρά το πάπλωμα και διαπίστωσε ότι ήταν ολόγυμνη. Σηκώθηκε νωχελικα, φόρεσε τη ρόμπα της και βγήκε στο σαλόνι.

Κάθονταν στο τραπεζάκι στη βεράντα τους, όπως κάθε πρωί αφότου άνοιγε ο καιρός. Ήταν η αγαπημένη του συνήθεια, ο δικός του προσωπικός χρόνος. Έπινε τον πρώτο καφέ της ημέρας και άκουγε τα νέα στο ραδιοφωνακι του. Αυτό που άκουγε τον είχε απορροφήσει τόσο πολύ που δεν πήρε είδηση την Ελένη που είχε βγει να τον αναζητήσει.

-Τι ακούς με τόση προσήλωση, καρδιά μου, πρωί πρωί;

Της εγνεψε να κάνει ησυχία και να καθίσει στα πόδια του. Η πρωινή υγρασία την έκανε να χωθεί στην αγκαλιά του.

-Κατι συνέβη χτες Λενιώ μου, κάτι που με ανησυχεί πολύ. Χτες το βράδυ ήταν προγραμματισμένη η συναυλία των Rolling Stones στο γήπεδο του Παναθηναϊκού.

-Αυτοι οι Εγγλέζοι που λένε εκείνο το ωραίο μπλουζ;

-Ναι μάτια μου.

-Και; Τι έγινε;

-Χωρίς λόγο η συναυλία διαλύθηκε από την Αστυνομία, ενώ υπήρχαν χιλιάδες κομμένα εισιτήρια. Τέτοια πράγματα συμβαίνουν μόνο σε χώρες που βαδίζουν σε σκοτεινούς δρόμους.

-Φοβασαι πως και εμείς βαδίζουμε σε τέτοια μονοπάτια;

-Κοντευουμε δύο χρόνια πρακτικής ακυβερνησίας, μάτια μου. Από τον Ιούλιο του 1965.

-Ναι αλλά ετοιμαζόμαστε για εκλογές στις 28 Μαΐου, έτσι δεν είναι; Και ως τότε έχουμε κυβέρνηση, έστω προσωρινή. Γιατί ανησυχείς;

-Ναι καρδιά μου, έχεις δίκιο. Μπορεί και να μαι υπερβολικός. Με όλα αυτά έχω γίνει καχύποπτος. Μη μου δίνεις σημασία. Μείνε λίγο ακόμα στην αγκαλιά μου να σε χαρώ πριν ξυπνήσουν οι μικρές.

...........

Οι μέρες κυλούσαν και στον αέρα υπήρχε μια διάχυτη αναστάτωση. Ο Νικηφόρος μιλούσε συχνά με το Λάμπρο προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσουν τα γεγονότα. Τελικά, η φαντασία τους ήταν φτωχή για να προβλέψει αυτό που ερχόταν.

Οι γυναίκες βοηθούσαν την Ελένη στις ετοιμασίες του ταξιδιού και στην πασχαλινή καθαριότητα.

Τα κορίτσια μετρούσαν τις μέρες που απέμεναν σα φαντάροι πριν την απόλυση.

Κάθε βράδυ ο πατέρας τους, τους έλεγε ένα νέο παραμύθι σε συνέχειες,δικό του δημιούργημα. Κατόπιν αιτήματος για μια ιστορία που θα διαδραματίζονταν στο Παρίσι ο χαζομπαμπας δε μπόρεσε να αντισταθεί και έφτιαξε το δικό του παραμύθι. Τα κορίτσια είχαν ξετρελαθει με την αφήγηση του τόσο που δεν έβλεπαν την ώρα να πάνε για ύπνο.

Η ΜΟΙΡΑ 🧶Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα