Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ

821 18 0
                                    

Στο Σταμιρέικο είχαν χαρές. Τα κορίτσια ειχαν φτιάξει από το πρωί μια σοκολατένια τούρτα και περίμεναν την αδερφή τους. Όταν έφτασε η Λενιω έπεσαν στην αγκαλιά της και δεν την άφηναν. Τα κορίτσια δεν είχαν χωριστεί ποτέ και τώρα αυτά τα δύο χρόνια  που έφυγε μακριά τους , τους φάνηκαν αιώνας. Ο Γιώργης δε χόρταινε να την κοιτάει και να καμαρώνει την ομορφιά της πρωτότοκης του. Αφού ευχαριστήθηκαν ο ένας την παρουσία του άλλου κίνησαν και οι 5 για το γλέντι στην πλατεία του χωριού. Ο Γιώργης όλο καμάρι ήθελε να δείξει στο χωριό τον ταξίαρχο γαμπρό του και την πανέμορφη κόρη του. Η Δροσω και η Ασημινα προσπαθούσαν να ξεμοναχιασουν την αδερφή τους για να την προετοιμασουν γι αυτό που θα συναντούσε αλλά ο Ζάχος δεν την άφηνε λεπτό απ' την αγκαλιά του. Ήταν της μοίρας γραφτό να διαπιστώσει μόνη της πως Εκείνος επέστρεψε στο χωριό. Ο Γιώργης έπιασε ένα κεντρικό τραπέζι για την οικογένειά του και δε σταμάτησε λεπτό να λέει στους συγχωριανους του πως γύρισε το Λενιω του και σήμερα έχει γενέθλια. Τα κορίτσια κοιταζονταν μεταξύ τους ψάχνοντας τρόπο να μιλήσουν στην Ελένη η οποία χωμένη στην αγκαλιά του συζύγου της απολάμβανε το κρασί της και τις ευχές γνωστών και φίλων.
Κάνεις τους δεν πρόσεξε πως στο αντικριστο τραπέζι κατέφτασε η οικογένειά του Μιλτιάδη.
Ήρθε ο γιος μου και η νύφη μου, θα μείνουν κοντά μου για πάντα, θα είναι ο νέος μας δάσκαλος
είπε με καμάρι ο Μιλτιάδης στον Τολλια, και τα χαμόγελα στο απέναντι τραπέζι πάγωσαν. Τα κορίτσια κόλλησαν τα μάτια τους στην αδερφή τους προσπαθώντας να καταλάβουν πως νιώθει στη θέα Εκείνου. Ο Γιώργης κοίταξε με οργή το απέναντι τραπέζι λες και ήρθε να κλέψει τη χαρά του. Ο Ζάχος έχασε τη γη κάτω απ' τα πόδια του στη σκέψη πως ο αιώνιος αντίζηλος του ήταν λίγα μέτρα μακριά απ' την αγαπημένη του. Η Ελένη πάγωσε, χλωμιασε, κάρφωσε τα μάτια της στο Λάμπρο λες και προκαλούσε το βλέμμα του. Η καρδιά της σφιχτηκε στη θέα της κοπέλας με το ροζ φόρεμα που κρατούσε τρυφερά απ' τη μέση καθώς τη συστηνε στον Παναγιώτη.
Κανένας από την οικογένεια του Μιλτιάδη δεν πρόσεξε τι συνέβαινε στο απέναντι τραπέζι. Πρώτος ο Γιάννος, που λάτρευε την Ελένη, την ξεχώρισε μέσα στο πλήθος και φωνάζοντας το όνομά της έτρεξε και έπεσε στην αγκαλιά της. Η Ελένη τον αγκάλιασε και τον φίλησε τρυφερά ρωτώντας τα νέα του, αν και από την ταραχή της, της ήταν αδύνατο να παρακολουθήσει λέξη από όσα της έλεγε. Ο Μιλτιάδης παρακολουθούσε έντρομος τη σκηνή, κάτι μέσα του του έλεγε πως η ζωή κάνει κύκλους και εδώ μπροστά του μόλις ανοίγονταν ένας νέος. Ο Λάμπρος πάγωσε, κάρφωσε το βλέμμα του στην όμορφη γυναίκα και χιλιάδες αναμνήσεις πλημμύρισαν το μυαλό του. Σχεδόν δεν άκουσε τη φωνή της Θεοδοσίας που τον ρωτούσε αν η γυναίκα που αγκάλιαζε ο Γιάννος ήταν συγγενής τους. Τα βλέμματα των χωριανων ήταν καρφωμένα πάνω στο πρώην ζευγάρι, όλοι ήξεραν την ιστορία τους και το άδοξο τέλος της.
Ο Ζάχος, λες και από ένστικτο, νιώθοντας τον επερχόμενο κίνδυνο δεν άφησε την Ελένη ούτε λεπτό απ' την αγκαλιά του. Την κρατούσε σφιχτά και τη φιλούσε συνεχώς, θέλοντας να δείξει στον άντρα απέναντι πως αυτή η γυναίκα είναι πια δική του.
Η Ελένη μετά το πρώτο μούδιασμα και με μπόλικο κρασί να κυλάει στις φλέβες της ανταποκρινονταν με θέρμη στις αγκαλιές και τα φιλιά του Ζάχου θέλοντας μόνο να πονέσει Εκείνον.
Ο Λάμπρος ανήμπορος, ένιωθε το σώμα του να βουλιάζει στην καρέκλα, δεν άκουγε λέξη απ' όσα του έλεγε η Θεοδοσία, κρατούσε απλά το χέρι της και παρακαλούσε να τελειώσει η βραδιά. Τα μάτια του ήταν καρφωμένα σε Εκείνη και η εικόνα της του ραγιζε την καρδιά.
Αφού πέρασε αρκετή ώρα, ο Ζάχος πρότεινε στην αγαπημένη του να φύγουν γιατί είχαν αρκετό δρόμο μέχρι το Βόλο. Φίλησε τις αδερφές και τον πατέρα της και τον ακολούθησε σιωπηλή, κρατώντας τον σφιχτά από το χέρι. Μαζί της έπαιρνε και ένα κομμάτι της καρδιάς Εκείνου, ξανά.
Σε όλη τη διαδρομή δεν είπαν λέξη για τη συνάντηση, μίλησαν για τα κορίτσια, για το Φανουρη, για όλους τους χωριανους, αλλά όχι για αυτόν. Την καρδιά του Ζάχου γέμιζε ο φόβος της απώλειας, την καρδιά της Ελένης έσκιζε στα δύο η απόρριψη του και η θέα μιας άλλης γυναίκας στο πλευρό του.
Να σε χαίρομαι, καρδιά μου, να σαι πάντα ευτυχισμένη..
Της ψιθύρισε στο αυτί μόλις μπήκαν στο σπίτι τους, τη φίλησε τρυφερά στο λαιμό αφαιρώντας το φόρεμα από το σώμα της. Την οδήγησε στο δωμάτιο τους, απαλλάχθηκε από τα ρούχα του και την ξάπλωσε απαλά στο κρεβάτι τους. Όση ώρα φιλούσε και χαϊδευε κάθε πτυχή του γυμνού κορμιού της, το βλέμμα της ήταν καρφωμένο στο ταβάνι λες και αυτό θα της έδινε λύση στο βάσανο που είχε αρχίσει να της καίει τα σωθικά. Ο Ζάχος μπήκε μέσα της και την έκανε δική του με έναν τρόπο αλλόκοτο, διαφορετικό. Αν το μυαλό της ήταν καθαρό, θα ένιωθε την απόγνωση στον έρωτα του. Αλλά δεν ήταν, όση ώρα ο Ζάχος έκανε δικό του το κορμί της, η ψυχή της ματωνε, το μυαλό της ταξίδευε αλλού και δάκρυα έτρεχαν ασυναίσθητα από τα μάτια της. Ευτυχώς, το σκοτάδι ήταν σύμμαχος της. Ο Ζάχος, τελείωσε, την έσφιξε στην αγκαλιά του και της ψιθύρισε πως είναι όλη του η ζωή. Ανταπέδωσε με ένα ξεπνοο "και μένα.."
Ήθελε τόσο πολύ να την πιστέψει, αλλά το ένστικτο, αυτός ο αλάνθαστος κριτής, του έλεγε πως είχε αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση.
Λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα, η Θεοδοσία και ο Λάμπρος πέρασαν το κατώφλι της δικης τους κάμαρης. Μάταια η γυναίκα προσπαθούσε να διαβάσει πίσω απ' τα μάτια του την αλλαγή στη διάθεσή του.
"Τι έχεις; Έγινε κάτι; Έκανα κάτι εγώ που σε ενόχλησε;"
"Όχι καρδιά μου, εσύ ήσουν υπέροχη. Απλώς, είμαι κουρασμένος."
"Εγώ θα σε ξεκουράσω.."
απάντησε η νεαρή γυναίκα και με αργές κινήσεις απαλλαξε το δάσκαλο από τα ρούχα του. Έλυσε το φόρεμα της και το άφησε να πέσει στο πάτωμα. Τον έσφιξε στην αγκαλιά της και του χάρισε απλόχερα τα χάδια, τα φιλιά και το κορμί της. Ο Λάμπρος προσπαθούσε μάταια να συγκρατήσει το μυαλό του και να ανταποκριθεί στα καθήκοντα του. Το μυαλό του έπαιζε τρελά παιχνίδια. Κρατούσε στα χέρια του το πρόσωπο της Θεοδοσίας και έβλεπε μπροστά του τα μάτια της Ελένης, χαϊδευε το κορμί της και ένιωθε τη μυρωδιά Εκείνης να τον κατακλύζει, φιλούσε τα χείλη της και ένιωθε τη γεύση της. Ένιωθε να χάνει τα λογικά του και βαθειά μέσα του ήξερε πως η αποψινή συνάντηση ήταν η αρχή τους τέλους. Αυτοί οι δυο δεν είχαν τελειώσει, δε θα μπορούσαν ποτέ να τελειώσουν. Η Θεοδοσία κουρνιασε ευτυχισμένη στην αγκαλιά του, μη μπορώντας να εξηγήσει τι ήταν αυτό το μικρό αγκάθι που ένιωθε μέσα της. Η βραδιά είχε κυλήσει υπέροχα, πως γίνεται μια φωνή μέσα της να την προειδοποιεί για κάτι κακο;;

Η ΜΟΙΡΑ 🧶Where stories live. Discover now