"Απαγωγή"

609 16 1
                                    

Η Ελένη μπήκε στο σπίτι ενθουσιασμένη, έτοιμη για τη νέα της ζωή. Η Δρόσω έλειπε και η Ασημινα δεν είχε έρθει ακόμα."Ευκαιρία να ετοιμάσω τη βαλίτσα μου" σκέφτηκε, πήρε τη μικρή χειραποσκευη από το δωμάτιο των κοριτσιών και πήγε προς την καμαρη. Ανοίγοντας την πόρτα την περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη..
Βρήκε το Ζάχο να στέκεται μπροστά στο παράθυρο και να ατενίζει το πίσω μέρος της αυλής. Το αίμα σταμάτησε να κυλάει στις φλέβες της.
~Ζαχο,τι κάνεις εδώ;Δεν είχες υπηρεσία; , κατάφερε να ψελλίσει.
~Ξεκλεψα ένα δίωρο και σκέφτηκα να έρθω να σε δω, αγάπη μου, απάντησε με έναν τόνο ειρωνείας στη φωνή.
~Το αμάξι που είναι; Δεν το είδα στην αυλή;
~Το παρκαρα έξω από το στάβλο για να σου κάνω έκπληξη, συνέχισε στον ίδιο τόνο.
Το βλέμμα του ήταν απόκοσμο,τα μάτια του γυαλιζαν. Η εικόνα του την έκανε να τρέμει από φόβο. Το μάτι της έπεσε στο παλιό καφέ σακάκι που ήταν επάνω στο κρεβάτι. Από την ταραχή της είχε ξεχάσει να το βάλει στη θέση του. Άρα ήξερε ότι το μυστικό του αποκαλύφθηκε. Αυτή η οδυνηρή διαπίστωση,την παρέλυσε.
~Βλεπω έχεις φέρει τη βαλίτσα σου, λες και μαντεψες τη σκέψη μου, αγάπη μου.
~Ποια σκέψη;
~Λεω να πάμε κάπου οι δύο μας για λίγες μέρες,βάλε μέσα δύο ρούχα και φεύγουμε τώρα.
~Ζαχο τι λες; Δεν πάω πουθενά, στην κατάσταση μου δε θα γυρνάω βόλτες και ταξιδακια.
~Τοτε γιατί την έφερες;
~Για να μαζέψω κάποια ρούχα που δε φοράμε πια, να κάνω χώρο στη ντουλάπα για τα πράγματα του μωρού.
Ούτε ήξερε πως της ήρθε αυτή η απάντηση,αλλά ήταν ότι καλύτερο μπορούσε να σκεφτεί εκείνη τη στιγμή.
~Ελενη, είπα θα πάμε και αυτό θα γίνει. Βάλε μέσα δύο ρούχα και φεύγουμε.
~Ξεχασε το, δεν πάω πουθενά,δε θα ρισκάρω το παιδί μου.
Την πλησίασε απειλητικά και άγγιξε το πρόσωπο της.
~Το παιδί ΜΑΣ , αγάπη μου. Μην το ξεχνάς.
~Ζαχο..
Πριν προλάβει να απαντήσει το χέρι του βρέθηκε στο λαιμό της. Την κόλλησε με δύναμη στην πόρτα και έφερε το πρόσωπο του σε απόσταση αναπνοής από το δικό της.
~Κανε αυτό που σου λέω ήρεμα γιατί έχω και άλλο τρόπο, Ελενίτσα.
Το στόμα της είχε στεγνώσει,η ανάσα κόλλησε στο λαιμό της. Αυτή τη φωνή που βγήκε από μέσα της δεν την αναγνώρισε.
~Τι θα κάνεις δηλαδή; Θα με βιασεις πάλι; Θα με χτυπήσεις; Ως που μπορείς να φτάσεις;
~Ετσι μπράβο,πες αυτό που νιώθεις να συνεννοηθούμε επιτέλους. Και κάνε γρήγορα αυτό που σου λέω πριν χάσω την υπομονή μου.
Την άρπαξε από το μπράτσο και την έσυρε με δύναμη ως την εξώπορτα. Στο πέρασμα της προσπαθούσε να κρατηθεί από τα αντικείμενα, παρασυροντας τα και σκορπώντας τα κάτω. Το κουτί με τα λουκούμια βρέθηκε πεσμένο στο πάτωμα,το σαλόνι γεμάτο άχνη. Άρπαξε το φάκελο από τα χέρια της και τον εχωσε στην τσέπη του. Λίγο πριν φτάσουν στην πόρτα,τράβηξε με δύναμη το μενταγιόν της Ευγενίας που φορούσε πάντα στο λαιμό της .
~Αυτο δεν το χρειαζόμαστε άλλο, αρκετά κάνω το μαλακα τόσο καιρό και σε ανέχομαι να το φοράς, ούρλιαξε ενώ η αλυσίδα γίνονταν κομμάτια στα χέρια του και σκορπούσε στο πάτωμα.
Την κατέβασε τραβώντας την σε όλη τη σκάλα και την έβαλε μέσα στο αμάξι.
~Αφησε με,δε θέλω να πάω πουθενά. Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να το κάνεις αυτό. Δεν είμαι αντικείμενο να με σέρνεις έτσι.
~Ελενη σκάσε. Η υπομονή μου τελείωσε. Μια κουβέντα να πεις ακόμα και περνάω απ' το σπίτι αυτού του αλήτη. Θα τον εκτελέσω μπροστά σου να απολαύσεις το θέαμα.
Πάγωσε, στη σκέψη και μόνο ότι θα έκανε κακό στο Λάμπρο,το κορμί της μουδιασε. Έσκυψε το κεφάλι και σιώπησε.Σε όλη τη διαδρομή οδηγούσε σαν τρελός. Έφυγαν από τα όρια της Λάρισας και κινούνταν σε δρόμους που πρώτη φορά έβλεπε. Το μυαλό της , ένας μύλος. Σκεφτόταν τον πανικό που θα προκαλούσε στο Λάμπρο και στις αδελφές της η ξαφνική απουσία της.Για άλλη μια φορά τα όνειρα τους έγιναν στάχτη.

Η Δρόσω έφτασε στο σπίτι και ανέβηκε ανήσυχη τη σκάλα βλέποντας την πόρτα ανοιχτή. Το σκηνικό της ξύπνησε παλιές θύμησες τότε που η αδελφή της βασανίστηκε στα χέρια του Σεργίου. Έψαξε όλα τα δωμάτια και κατέβηκε στην αυλή φωνάζοντας σπαρακτικά το όνομα της αδερφής της. Στην αυλή τη βρήκε και η Ασημίνα που ήρθε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Κάθισαν στα σκαλιά αγκαλιασμενες και έκλαιγαν μη μπορώντας να σκεφτούν τι μπορεί να είχε συμβεί. Η κούρσα του Λάμπρου που μπήκε στην αυλή τις έβγαλε από αυτό το λήθαργο. Πετάχτηκαν έντρομες επάνω του περιγραφοντας του σε τι κατάσταση βρήκαν το σπίτι και την απουσία της Ελένης. Μπαίνοντας και οι 3 στο σπίτι είδαν τη βαλίτσα και το μενταγιόν κομματιασμένο στο πάτωμα. Το μυαλό του πήγε κατευθείαν στο Ζάχο.
~Κατι κακό της συνέβη, είμαι σίγουρος ότι έχει να κάνει με αυτόν.
Τους εξήγησε τι σχεδίαζαν να κάνουν και οδηγήθηκαν και οι τρείς στο ίδιο συμπέρασμα. Η Δρόσω έμεινε στο σπίτι να περιμένει μήπως γυρίσει. Η Ασημίνα έσπευσε να ζητήσει τη συνδρομή του Νικηφόρου. Και ο Λάμπρος πήγε στο καφενείο να τηλεφωνήσει στη μονάδα του Ζάχου. Η απάντηση από τον στρατιώτη υπηρεσίας επιβεβαίωσε τις υποψίες του.
Ο κος Λυκογιαννης έφυγε από τη μονάδα πριν κάποιες ώρες και λίγα λεπτά πριν τους ενημέρωσε πως θα κάνει χρήση κανονικής άδειας για κάποιες μέρες.
Η οργή και ο φόβος του τρυπούσαν τα μηνίγγια. Ήταν εύκολο να καταλάβει τι της είχε συμβεί. Αυτό που δεν γνώριζε είναι μέχρι ποιο σημείο αχρειοτητας μπορούσε να φτάσει αυτός ο άνθρωπος. Δεν τολμούσε ούτε στον ίδιο του τον εαυτό να ξεστομίσει πως έτρεμε για τη ζωή της. Γύρισε στο σπίτι της με το βλέμμα και την ψυχή άδεια. Προσπαθούσε να δώσει κουράγιο στη Δρόσω μα ήταν αδύναμος. Έμεινε μαζί της μέχρι να κοιμηθεί και υποσχέθηκε να περάσει ξανά το επόμενο πρωί. Πήρε στα χέρια του το μικρό μενταγιόν της μάνας του και έφυγε.Τα βήματα του δεν τον πήγαιναν μέχρι το σπίτι του. Έφτασε στη ρεματιά, χώθηκε σαν τρελός στη σπηλιά τους.Ουρλιαξε, έκλαψε,βλαστημησε θεούς και δαίμονες μέχρι που σωριαστηκε ανήμπορος στο έδαφος. Έχασε την αίσθηση του χρόνου. Λίγο πριν ξημερώσει κατάφερε να ανασυγκροτήσει τις δυνάμεις του και πήρε το δρόμο για το σπίτι του. Η ώρα κόντευε πεντέμιση και τα φώτα του σπιτιού ήταν αναμμένα. Το τελευταίο πράγμα που μπορούσε να αντιμετωπίσει αυτή τη στιγμή ήταν οι υστεριες της Θεοδοσίας και το κατηγορώ του πατέρα του. Πήρε μια βαθιά ανάσα και ξεκλείδωσε την πόρτα..

Την ίδια στιγμή,πολλά χιλιόμετρα μακριά, λίγο έξω από το Καρπενήσι, η Ελένη ήταν κλεισμένη στη δική της φυλακή. Ο Ζάχος την έφερε σε ένα παλιό μισοερηπωμενο σπίτι σε ακατοίκητη περιοχή. Ήταν ένα μικρό παλιοσπιτο που του είχε κληροδοτήσει μια θεία του όταν πέθανε, αλλά ποτέ δεν είχε ενδιαφερθεί να το επισκεφτεί ή να το επισκευάσει. Το αχουρι αυτό δεν είχε παράθυρα, μόνο λίγα βασικά έπιπλα και οικοσυσκευες. Κλείδωσε καλά την πόρτα και αφού την ενημέρωσε πως αυτό θα είναι πλέον το σπιτικό τους , κοιμήθηκε αδιαφορώντας για το γοερο κλάμα της. Ολομόναχη στη μέση του πουθενά, πλάι σε έναν άνθρωπο που δεν αναγνώριζε πια και με το μωρό να κινείται έντονα μέσα της ,κουλουριαστηκε στο κρεβάτι και προσπαθούσε να βάλει σε τάξη τις σκέψεις της .

Η ΜΟΙΡΑ 🧶Where stories live. Discover now