Μόνο αυτοί

1K 22 6
                                    

Οι επόμενες μέρες πέρασαν αρκετά ευχάριστα για την Ελένη και το Λάμπρο. Είχαν θέσει σε εφαρμογή το σχέδιό του και προσπαθούσαν να βρίσκονται όσο περισσότερο μπορούσαν. Συνήθως στο σπίτι της τις ώρες που έλειπε ο Ζάχος γιατί οι πληγές της δεν είχαν ακόμα δέσει και της ήταν δύσκολο να μετακινηθεί. Σύμμαχοί τους σε αυτές τις παράνομες συναντήσεις, η Δρόσω και ο Μιλτιάδης. Ο Ζάχος δεν είχε πάρει χαμπάρι τι συνέβαινε στη ζωή της γυναίκας του, του αρκούσε μόνο που την έβλεπε πιο ήρεμη και χαμογελαστή. Η Θεοδοσία ένιωθε ξεκάθαρα πως ο άντρας της είναι αλλού, αλλά το πείσμα της δεν την άφηνε να κάνει στην άκρη. Επέμενε να τον διεκδικεί πάρα τη μηδενική ανταπόκριση.
Οι χριστουγεννιάτικες προετοιμασίες, το χιόνι που ομορφαινε την αυλή του Σταμιρεικου, οι καθημερινές συναντήσεις της με το Λάμπρο έκαναν την Ελένη να νιώθει ήρεμη, ευτυχισμένη, γαλήνια. Μέσα της ήξερε, όμως, πολύ καλά πως ζούσαν σε ένα ψέμα. Σε ένα δικό τους παράλληλο κόσμο, εικονικό και έτοιμο να γκρεμιστεί σα χάρτινος πύργος.
Το χριστουγεννιατικο κλίμα στο σχολείο με τα γέλια και τα τραγούδια των μικρών μαθητών του, η ζέστη αγκαλιά της Λενιως του που την απολάμβανε πια σε καθημερινή βάση τον έκαναν να νιώθει δυνατός, έτοιμος να αντιμετωπίσει τα πάντα. Ο πάντα μετρημένος και λογικός Λάμπρος είχε μετατραπεί σε αρνητή αρνητικών σκέψεων, ήταν η πρώτη φορά στη ζωή του που ζούσε το τώρα χωρίς δεύτερες σκέψεις. Κάθε μεσημέρι μετά το σχολείο πήγαινε στο σπίτι της Ελένης και οι δυο τους μοιράζονταν στιγμές απόλυτης ευτυχίας. Η Δρόσω δούλευε και εκείνη στην Ουρανία που είχε πολλή δουλειά λόγω εορτών και έτσι είχαν όλο το σπίτι στη διάθεσή τους.

23 Δεκεμβρίου 1957
Πάρα το τσουχτερό κρύο δε μπορούσε να μην κάνει μια στάση στη Βιολετα για να αγοράσει τα μπισκότα με πορτοκάλι και σοκολάτα που άρεσαν στη Λενιω του. Τα έκρυψε βιαστικά μέσα στην τσάντα του και κατευθύνθηκε προς το σπίτι της. Άνοιξε με το κλειδακι που του είχε φυλαγμένο μέσα στη γλάστρα με το βασιλικό. Την είδε μπροστά του και η ζεστασιά της νίκησε το κρύο που ένιωθε. Καθόταν μπροστά στο τζάκι με ένα όμορφο γαλάζιο φόρεμα και χτενιζε τα μαλλιά της. Ήταν όμορφη σα νεράιδα, έμεινε στην πόρτα να τη χαζεύει. Απορούσε και ο ίδιος με τον εαυτό του, πώς μπορούσε μετά από τόσα χρόνια και όσα έγιναν μεταξύ τους να εξακολουθεί να τη θέλει σαν τρελός. Όπως ακριβώς την πρώτη στιγμή που τη φίλησε, χρόνια πριν, στη ρεματιά. Τότε που με κόπο συγκρατησε τον εαυτό του να μην την κάνει δική του.
~Τι έγινε, αγάπη μου, έχεις πάρει τόσο στα σοβαρά τη νηστεία των Χριστουγέννων που ούτε καν θα με πλησιάσεις;
~Εσύ, κορίτσι μου, δεν είσαι για νηστεία. Είσαι η αμαρτία προσωποποιημενη, της είπε με πονηρό βλέμμα πριν την πνίξει στα φιλιά.
Κάθισε πίσω της, με την πλάτη στο μικρό σκαμνακι, και τύλιξε όλο της το κορμί στην αγκαλιά του. Τα χέρια τους διασταυρωθηκαν πάνω στην κοιλιά της.
~Πώς είναι σήμερα το νεραιδακι μου;
~Ήσυχο και ευτυχισμένο, σαν τη μαμά του.
Τη φίλησε στοργικά στους ώμους και στον αυχένα.
~Λάμπρο, σκέφτομαι, μήπως δεν πρέπει να το λέμε συνέχεια; Θα το θεωρήσουμε δεδομένο και αν το αποτέλεσμα του τεστ δείξει πως ο πατέρας είναι ο Ζάχος, θα απογοητευτουμε.
~Σσσσσς, αυτό δεν πρόκειται να συμβεί. Είμαι σίγουρος. Βγαλτο απ' το μυαλό σου, ψυχή μου.
Κουρνιασε ακόμα πιο πολύ στην αγκαλιά του και αφέθηκε στα χάδια του. Η μυρωδιά των μαλλιών της τον μεθούσε, την ένιωθε να γεμίζει τα πνευμονια του. "Αυτή πρέπει να είναι η μυρωδιά της ευτυχίας", σκέφτηκε. Τα χέρια του οργωναν όλο της το σώμα όση ώρα τη γέμιζε φιλιά. Εκείνη σα μαγεμένη τον απολάμβανε ενώ χάζευε το παιχνιδισμα που έκανε η φλόγα του τζακιού με τις σκιές τους στον τοίχο. Άγγιξε το στήθος της πάνω από το φόρεμα, είχε πρηστεί πολύ. Άνοιξε τα κουμπιά και τα δάχτυλα του γλίστρησαν μέσα από το δαντελένιο στηθόδεσμο. Το χαιδευε αχόρταγα. Ήταν το αγαπημένο του σημείο της. Εκείνη,τιναζόταν επάνω σε κάθε άγγιγμα αφήνοντας μικρά επιφωνήματα. Σήκωσε το φόρεμά της και πέρασε το χέρι του από κάτω. Τα ακροδαχτυλα του έκαναν βόλτες στους μηρούς της. Είχε αρχίσει να ασθμαίνει, το άγγιγμα του την παραληρουσε. Τράβηξε απότομα το χέρι του και το έφερε στο εσώρουχο της, δείχνοντας του ακριβώς που ήθελε να τον νιώσει. Χαμογέλασε με την πρωτοβουλία της και την υπάκουσε με προθυμία. Όλο της το σώμα είχε παραδοθεί στα δάχτυλα του, έτρεμε ολόκληρη. Νιώθοντας την να πλησιάζει στην κορύφωση έγειρε στο λαιμό της διαγράφοντας με τη γλώσσα του μια πορεία από το λαιμό μέχρι το αυτί της που την έστειλε σε άλλη διάσταση. Τελείωσε δυνατά και έπεσε ξεπνοη στην αγκαλιά του.
~Σ' ευχαριστώ, ψιθύρισε κάνοντας τον να λάμπει από ευτυχία.
~Με έχεις τρελάνει, της απάντησε δαγκωνοντας την απαλά στο λαιμό και το αυτί.
Μείναν έτσι αγκαλιασμενοι για λίγα λεπτά, απολαμβάνοντας τα φιλιά και τα χάδια ο ένας του άλλου.
~Έχω κάτι που σου αρέσει πολύ, της είπε γελώντας. Ζούσε για να βλέπει τον ενθουσιασμό στα μάτια της κάθε φορά που της είχε μια έκπληξη. Άπλωσε το χέρι του, χωρίς να την αφήσει από την αγκαλιά του και πήρε από την τσάντα του τα μπισκότα. Τα άρπαξε λαίμαργα από τα χέρια του και τα άνοιξε. Τη χάζευε καθώς τα καταβροχθιζε.
~Σιγά, καρδούλα μου, με το μαλακό. Δε θα στα πάρω, την πείραξε.
~Το παιδί τα θέλει, όχι εγώ. Του αρέσουν πολύ, είπε σα μικρό κορίτσι που το πιάνουν να κλέβει το γλυκό από το βάζο.
~Δε θα δώσει στο μπαμπά ούτε ένα;
Έβγαλε από το κουτί το τελευταίο μπισκότο και το πλησίασε στα χείλη του. Το έφαγαν μαζί πλησιάζοντας τα χείλη τους σε κάθε μπουκιά. Μόλις το τελείωσαν, χωρίς εμπόδιο ανάμεσα τους, τύλιξε τα χέρια της στο λαιμό του και του έδωσε ένα βαθύ φιλί διαρκείας γεμάτο πάθος.
~Αυτό ήταν για να με ευχαριστήσεις για τα μπισκοτάκια; Αν είναι έτσι, να σου φέρνω κάθε μέρα.
~Αυτό ήταν γιατί σε θέλω πολύ, παρά πολύ,του απάντησε κοιτώντας τον λαγνα μέσα στα μάτια.
~Τι συμβαίνει κυρία Σταμιρη; Πολλά κέφια βλέπω σήμερα.
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του όταν σηκώθηκε όρθια και στάθηκε μπροστά του συνεχίζοντας να τον κοιτάει με ένα βλέμμα γεμάτο υποσχέσεις. Ξεκουμπωσε αργά το φόρεμα της και το άφησε να πέσει στα πόδια τους. Ακολούθησε το μεσοφορι και ο στηθόδεσμος της. Η εικόνα του γυμνού κορμιού της υπό το φως της φωτιάς ήταν σαν πίνακας ζωγραφικής. Χωρίς να σηκωθεί από το πάτωμα, άγγιξε το εσώρουχο της και της το κατέβασε αργά και βασανιστικά. Έμεινε όρθια, ολόγυμνη μπροστά στην φωτιά να τον χαζεύει. Αφού χόρτασε τη μορφή και το γεμάτο πάθος και θαυμασμό βλέμμα του, ανέβηκε πάνω του. Την άφησε να τον οδηγήσει. Του έβγαλε με μια κίνηση τη μπλούζα και τη φανέλα και άγγιξε με λαχτάρα το γυμνό κορμί του. Περιποιηθηκε με τα χείλη και τη γλώσσα της το στερνό και το στήθος του όση ώρα του ξεκουμπωνε το παντελόνι. Τύλιξε το κορμί του σφιχτά με τα πόδια της και κάρφωσε τα μάτια της στα δικά του. Οδήγησε απαλά το κεφάλι του στο στήθος της. Χαιδευε με τις άκρες των δαχτύλων και τα νύχια της την πλάτη του όση ώρα αυτός ρουφουσε αχόρταγα το στήθος της. Ανασηκωθηκε απότομα χωρίς να τον αφήσει από την αγκαλιά της και καρφώθηκε πάνω του με δύναμη. Κρατιοντουσαν σφιχτά αγκαλιασμενοι όση ώρα ανεβοκατεβαινε πάνω του με ορμή και ταχύτητα. Ήταν σε πρωτοφανή έξαψη, χοροπηδουσε επάνω του φωνάζοντας το όνομά του χωρίς να την ενδιαφέρει τίποτα. Απολάμβανε να τη χαζεύει σε αυτή την κατάσταση χωρίς να ξεκολλάει τα χείλη του από το σώμα και το πρόσωπό της. Έκαιγε όλο της το κορμί από το πάθος της για εκείνον και η φωτιά της τυλιγε και τους δυο. Σήκωσε το κεφάλι της κρατώντας την απ' τα μαλλιά και έφερε τα πρόσωπά τους στο ίδιο ύψος όσο εκείνη επιτάχυνε τις κινήσεις της. Τελείωσαν κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον μέσα στα μάτια, απολαμβανοντας την ηδονή που κυλούσε στα κορμιά τους και τη βαθειά ικανοποίηση που αλληλοπροκαλούσαν. Την έκλεισε στην αγκαλιά του, χαιδευοντας απαλά τα μαλλιά της μέχρι να βρει τις ανασες της.
~Σ' αγαπώ, της ψιθύρισε ανάμεσα στις ιδρωμένες μπούκλες της.
~Πώς ζούσα τόσα χρόνια χωρίς να σε αγγίζω, τον ρώτησε κρυμμένη στο στήθος του.
Χωρίς να την αφήσει από την αγκαλιά του ξάπλωσε στο πάτωμα, ανάμεσα στο τζάκι και το χριστουγεννιατικο δέντρο. Πήρε μια κουβερτουλα που είχαν εκεί και σκέπασε τα κορμιά τους. Δε μιλούσαν, ακούγονταν μόνο οι ανάσες τους και οι ήχοι της φωτιάς που τους νανουρισαν και τους έστειλαν σε ένα γλυκό χριστουγεννιατικο ύπνο. Τα λαμπιόνια στο δέντρο αναβοσβηναν στο ρυθμό των συγχρονισμενων καρδιων τους.
Δεν κατάλαβαν πότε πέρασε η ώρα. Ο ήχος της πόρτας που άνοιγε τους επανέφερε ωμά στην πραγματικότητα..

Η ΜΟΙΡΑ 🧶Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα