Απώλεια

683 15 2
                                    

Ο χρόνος κυλούσε ομαλά, καταπνίγοντας όλα τα καταπιεσμενα συναισθήματα και τους φόβους. Αρχές Σεπτέμβρη στα χωράφια του Γιώργη είχαν αρχίσει τα οργωματα, προετοίμαζαν τη γη για τη χειμερινή σπορά και η διαδικασία αυτή πάντα γιορτάζονταν με μια μεγάλη γιορτή στο Σταμιρέϊκο. Την Κυριακή στήθηκε ένα μεγάλο γλέντι στην αυλή, ο Γιώργης και τα κορίτσια του υποδέχτηκαν στο γλέντι τους την οικογένεια του Φανούρη, το Νέστορα, το Βασίλη και την κυρα Δεσπω. Φυσικά, δε θα μπορούσε να λείπει η Λενιω με τον άντρα της. Το κρασί έρρεε άφθονο, τα εδέσματα που είχαν ετοιμάσει τα κορίτσια έκαναν θραύση, η χαρά όλων ήταν μεγάλη και σύντομα ξεκίνησαν το χορό. Ο Γιώργης καμαρωνε τα λουλούδια του που χόρευαν αγκαλιασμένα αλλά και το γαμπρό του που είχε ενσωματωθεί πλήρως στην παρέα. Ο Φανούρης τον πήρε παραμερα και του είπε πως θα ήταν καλό να μιλήσει στο γαμπρό του για τον εκβιασμό και τις απειλές των Σεβαστών, αλλά ο Γιώργης ήταν ανένδοτος
Δε δίνω δεκάρα για τις απειλές του βρωμοπαιδου, του Σέργιου, ούτε εχω σκοπό να σκιάσω τη χαρά που βλέπω στα μάτια των παιδιών μου με χαζομάρες, Φανούρη μου
Το γλέντι συνεχίστηκε μέχρι αργά το βράδυ. Κανένας από τους παρευρισκομενους δεν πρόσεξε τέσσερα ζευγάρια μάτια που κοίταγαν αχόρταγα το γλέντι τους. Στα αριστερά της αυλής, ο Λάμπρος. Είχε μάθει πως Εκείνη θα ερχόταν στο γλέντι και λαχταρουσε να δει την εικόνα της έστω και μακριά, έστω και στα κρυφά. Δε χόρταινε να τη βλέπει να χορεύει και να στροβιλιζεται σαν πολύχρωμη πεταλούδα μέσα στο λιλά φόρεμα της. Πίστευε πως είχε καταλαγιάσει το πάθος του για αυτή τη γυναίκα. Φευ, όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός γελάει..
Η Ελένη, είχε όλο το βράδυ ενα παράξενο προαίσθημα. Ένιωθε πως κάποιος ήταν εκεί κοντά, κάτι απροσδιοριστο συνέβαινε, αλλά όσο και να έψαχναν τα μάτια της το χώρο, δεν εντόπισαν κανέναν.
Δε μπορεί, θα ναι ιδέα μου, σκέφτηκε
Στα δεξιά της αυλής, ένας άλλος άντρας παραφυλαγε. Ο Σέργιος Σεβαστός, κρυμμένος πίσω απο τις φυλλωσιές έψαχνε την κατάλληλη στιγμή για να τελειώσει το σχέδιο του, να κόψει το νήμα της ζωής του Γιώργη Σταμιρη.
Λίγο μετά τις 11 οι καλεσμένοι έφυγαν ένας ένας, ευχόμενοι στο Γιώργη και στα κορίτσια του καλή και εύκολη σοδειά. Τελευταίοι έφυγαν η Ελένη με το Ζάχο. Η Λενιω δεν έλεγε να φύγει απ' την αγκαλιά του πατέρα της. Λες και έγινε ξανά το μικρό κοριτσάκι που χάνονταν στην αγκαλιά του για ώρες. Λες και κάτι μέσα της, της έλεγε πως δε θα είχε αλλη ευκαιρία να τον σφίξει στην αγκαλιά της.
Όταν όλοι έφυγαν και οι μικρές μπήκαν στην κουζίνα για να τακτοποιησουν, ο Γιώργης έκατσε για λίγο μόνος στην αυλή,να πιει ενα τελευταίο ποτηράκι στην ησυχία της νύχτας. Ένας ήχος απ' το κοτετσι τον τάραξε και έτρεξε αμέσως να δει τι συμβαίνει. Τότε βρήκε την ευκαιρία ο σατανάς των Σεβαστών να του πάρει τη ζωή, έριξε το δηλητήριο στο ποτηράκι του άντρα και εξαφανίστηκε μες στη νύχτα. Ο Γιώργης, επέστρεψε, ήπιε το κρασάκι του και πριν προλάβει να σηκωθεί και να πάει στις κόρες του, έπεσε κάτω νεκρός.
Λενιω μου.. ήταν η τελευταία λέξη που βγήκε απ' τα χείλη του, μια λέξη που έμελλε να μην την ακούσει κανείς.
Τα κορίτσια, με τις δουλειές δεν κατάλαβαν ποτέ πέρασε η ώρα. Όταν το συνειδητοποίησαν, ανησύχησαν για την απουσία του πατέρα τους. Έτρεξαν στην αυλή και είδαν το άψυχο σώμα του. Οι κραυγές τους έσκισαν την ηρεμία της νύχτας.
Σε λίγη ώρα το σπίτι γέμισε με τους αγαπημένους τους φίλους, αυτούς που λίγη ώρα πριν γλεντούσαν αγκαλιά με το Γιώργη. Κάποιος έπρεπε να ειδοποιήσει τη Λενιω. Ο Νέστορας ανέλαβε αυτό το δύσκολο ρόλο. Οδήγησε μέχρι το Βόλο και χαράματα έφτασε έξω από το σπίτι του ζευγαριού.
Η Ελένη είχε μια παράξενη ανησυχία όλο το βράδυ. Στριφογυριζε συνεχώς στο κρεβάτι της, μη μπορώντας να κοιμηθεί. Ο Ζάχος βλέποντας τη γυναίκα του σε αυτή την κατάσταση έβαζε κακό με το νου του. Σκεφτόταν πως ίσως η Ελένη αναστατώθηκε από την επίσκεψη στο χωριό γιατί ήλπιζε να συναντήσει Εκείνον.
Όταν χτύπησε η πόρτα η Ελένη έτρεξε με ορμή να ανοίξει, σα να περίμενε αυτό το χτύπημα. Τα ουρλιαχτά της μόλις πληροφορήθηκε το θάνατο του πατέρα της έκαναν το Ζάχο να πεταχτεί από το κρεβάτι. Κρατούσε σφιχτά τη γυναίκα του στην αγκαλιά του, μη μπορώντας να την ηρεμήσει. Έτρεμε ολόκληρη, σπαραζε στο κλάμα και έχανε τα λογικά της στη σκέψη πως δε θα ξαναδεί τον ήρωα της.
Σε λίγες ώρες ήταν μαζί στο πατρικό της. Τα τρία κορίτσια αγκαλιασμενα, ένα μαύρο ανθρώπινο κουβάρι παραδομένο στον πόνο μπροστά στο άψυχο σώμα του πατέρα τους, ορφανά πια και από τους 2 γονείς.
Το πρωί ξημέρωσε και βρήκε το δάσκαλο μπροστά στο παράθυρο να αγναντεύει. Το άγχος της πρώτης μέρας στο σχολείο, η χθεσινοβραδινη εικόνα της γυναίκας που λάτρεψε δεν τον άφησαν να κοιμηθεί. Αυπνος, ήπιε τον καφέ που του έψησε η Θεοδοσία, φόρεσε το καλό του κοστούμι και συντροφιά με τη γυναίκα του έφτασε στο σχολείο για τον αγιασμό. Τα πιτσιρίκια ήταν μαζεμένα απ' έξω, με τις καλοσιδερωμενες τους ποδιές, έτοιμα για νέες γνώσεις και εμπειρίες. Το χαμογελαστό πρόσωπο του δασκάλου μαλάκωσε το φόβο και το άγχος τους. Ο Λάμπρος παρατήρησε πως υπήρχε μια αναστάτωση στο χωριό, ρώτησε τον κοινοταρχη τι εχει συμβεί και εκείνος τον ενημέρωσε για το θάνατο του Γιώργη.
Κόπηκαν τα πόδια του, έχασε το χρώμα του. Το μυαλό του γέμισε από Εκείνη. Ήξερε πόσο λάτρευε τον πατέρα της, η είδηση θα την είχε τσακίσει. Ήθελε να τους παρατήσει όλους να τρέξει στο σπίτι και να την κλείσει στην αγκαλιά του, να την ηρεμήσει, να της συμπαρασταθει όπως έκαναν παιδιά τότε που ο ένας έγινε το στήριγμα του άλλου όταν έχασαν τις μητέρες τους. Η ψυχή του αιμορραγουσε, λαχταρουσε να πάει κοντά της. Το μυαλό του, όμως, του θύμιζε πως δεν έχει δικαίωμα να είναι κοντά της. Η Ελένη είχε άντρα να τη συντρέξει και ο Λάμπρος δε σήμαινε πια τίποτα για Εκείνη. Επίσης, τα παιδιά ήταν εκεί και περίμεναν την πρώτη γνωριμία με το δάσκαλο, ηταν αδύνατο να τα αφήσει και να φύγει. Έσφιξε τα δόντια και μπήκε στο σχολείο. Χαμογελαστός και ήρεμος απ' έξω, ένα ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί από μέσα.
Λίγες ώρες μετά, όλο το χωριό συντρόφευσε το Γιώργη στην τελευταία του κατοικία. Η Ελένη, μαυροφορεμένη, σφιχταγκαλιασμενη με τις αδερφές της έμοιαζε απόκοσμη. Τα μάτια της είχαν στερέψει από το κλάμα, κοιτούσε τριγύρω της σα χαμένη, άδεια από κάθε συναίσθημα. Δίπλα της ο Ζάχος, φρουρός, έτοιμος να την κρατήσει στην αγκαλιά του και να τη στηρίξει. Λίγο πιο πίσω, ο Λάμπρος. Δεν έπαιρνε τα μάτια του απ' τη γυναίκα της ζωής του. Ένιωθε τον πόνο της να σκίζει και τα δικα του σωθικά. Δίπλα του ο Μιλτιάδης, βουβό ς παρατηρητής, έτρεμε από φόβο κοιτάζοντας σε τι κατάσταση βρισκόταν ο γιος του.
Όταν τελείωσε η τελετή, ο Ζάχος με το Φανουρη και τα κορίτσια βρέθηκαν στο σπίτι. Όσο και αν προσπάθησε δεν κατόρθωσε να πάρει άδεια. Είχε μια υποχρεωτική στρατιωτική άσκηση στην Άρτα και έπρεπε να πάει για μια εβδομάδα. Με πονο ψυχής θα άφηνε τη γυναίκα του πίσω,θα είχε τουλάχιστον συντροφιά τις αδερφές της . Ο Φανουρης τον διαβεβαίωσε πως θα προσέχει τα κορίτσια σαν τα μάτια του και θα τα βοηθήσει σε όλα τα διαδικαστικά που θα προκύψουν. Το ζευγάρι βγήκε στην αυλή, την έσφιξε στην αγκαλιά του, χαϊδέψε τα μαλλιά της, τη φίλησε τρυφερά στο μέτωπο και την καθησυχασε πως θα επιστρέψει κοντά της το συντομότερο δυνατόν. Η Ελένη έμεινε να τον κοιτάει να ξεμακραίνει και ύστερα, πιο μόνη από ποτέ, ανέβηκε τις σκάλες του πατρικού της και ξάπλωσε αγκαλιά με τις αδελφές της..

Η ΜΟΙΡΑ 🧶Where stories live. Discover now