Ο Γιάννος μας

696 23 0
                                    

Ο Γιάννος ήταν ένα ιδιαίτερο παιδί, απόμακρο και παράξενο αλλά με τους ανθρώπους που τον αγαπούσαν ήταν ένας άγγελος. Έτσι τον αντιμετώπιζαν οι αδερφές Σταμιρη, έτσι τις ένιωθε κι αυτός. Η Δροσούλα ήταν η αδυναμία του, ήταν  τσιμπημένος μαζί της. Η Ασημινα τον τροφοδοτούσε στα κρυφά λιχουδιές που ο Μιλτιάδης δεν τον άφηνε να φάει. Η Ελένη ήταν "η αδερφή του", την αγαπούσε πολύ κ θεωρούσε πως αυτή έπρεπε να είναι γυναίκα του αδερφού του. Γι αυτό δεν καλοδέχτηκε ποτέ τη Θεοδοσία και επέμενε να τη συγκρίνει σε όλα με την Ελένη μπηγωντας το μαχαίρι πιο βαθειά στην καρδιά του Λάμπρου. Τα κορίτσια τον αγαπούσαν και τον φρόντιζαν και εκείνος ένιωθε την ανάγκη να τις προστατεύει και να τις νοιάζεται.
Συχνά έκοβε βόλτες έξω από το σπίτι τους, όπως και εκείνο το βράδυ..
Τη νύχτα που ο Σέργιος δηλητηρίασε το Γιώργη. Αυτό που είδε τον σόκαρε, τον πάγωσε, δεν ήξερε πως να αντιδράσει. Προσπάθησε να το θάψει μέσα του αλλά η σκηνή που ο Σέργιος τραβολογουσε με βία την Ελένη, τον ταρακούνησε. Φοβόταν πως ο δαίμονας θα "έπαιρνε" το Λενιω του, όπως έκανε και με τον πατέρα της.
Ένα μεσημέρι, το παιδικό μυαλό του, τον έβγαλε στο δρόμο του Σέργιου, στο μονοπάτι που οδηγεί στα χωράφια των Σεβαστών. Εκείνος μόλις τον είδε, άρχισε τις ειρωνείες και τις κοροϊδίες.
~Σκάσε, του φώναξε ο Γιάννος. Ξέρω τι έκανες στο Γιώργη το Σταμιρη. Σε είδα με τα μάτια μου. Αλλά έννοια σου κ δε θα σε αφήσω να βλάψεις τα κορίτσια. Θα παω στον Προυσαλη και θα τα πω όλα. Θα σαπίσεις στη φυλακή.
Ο Σέργιος έγινε κατακόκκινος απ' το θυμό του.
~Θα σε σκοτώσω μπάσταρδο. Φαντασμενο, κανένας δε θα πιστέψει τις τρελές σου. Όλο το χωριό ξέρει ότι είσαι τρελός για δέσιμο.
~Για να δούμε, θα με πιστέψουν ή όχι;; Εγώ πάντως θα τα πω όλα.
Ο Σέργιος, θόλωσε, ήξερε πως κανένας δε θα πίστευε τον διαταραγμένο Γιάννο, θα έμπαινε όμως η αμφιβολία και θα του έμενε η ρετσινιά. Αποφάσισε να δώσει ένα καλό μάθημα στο Γιάννο για να τον αποτρέψει. Έβγαλε τη ζώνη του και τον σακάτεψε στο ξύλο. Ο Γιάννος, ανήμπορος καλούσε σε βοήθεια. Ο ξάδερφος του ήξερε πως κάνεις δε θα τον άκουγε μέσα στην ερημιά κ συνέχισε απτόητος. Λογάριασε, όμως, χωρίς τον ξενοδόχο. Η Ελένη, που είχε ξεμακρυνει για να κόψει χόρτα, άκουσε τις κραυγές και έτρεξε να δει τι συμβαίνει.
~Άστον κάθαρμα, τι σου φταίξε ο Γιάννος και ξεσπάς επάνω του;; Φύγε, γιατί θα σε καταγγείλω.
~Την άρπαξε δυνατά απ' το μπράτσο και ούρλιαξε μπροστά στο πρόσωπο της: "τσούλα, αν σε ξαναδώ μπροστά μου ή αν τολμήσεις και πεις οτιδήποτε θα σε λιώσω". Με ένα δυνατό χαστούκι την έριξε κάτω και έφυγε βιαστικά.
Η Ελένη αφού συνήλθε από το σοκ, πήγε στο πλάι του Γιάννου. Τον βοήθησε να σηκωθεί, καθάρισε όσο μπορούσε τις πληγές του και στηρίζοντας τον με το κορμί της τον βοήθησε να φτάσει μέχρι το σπίτι του.
Η πόρτα χτύπησε και η Θεοδοσία, ως κύρια του σπιτιού, έτρεξε να ανοίξει. Η Ελένη πάγωσε μόλις την είδε.
~Ελένη τι έγινε;; Τι έπαθε ο Γιάννος;; τη ρώτησε.
Στο άκουσμα του ονόματος της ο Λάμπρος πετάχτηκε σαν ελατήριο από τον καναπέ. Με δυο δρασκελιες έφτασε στην πόρτα. Ξωπίσω του και ο Μιλτιάδης.
~Τι έγινε γιε μου; Ποιος σου το κανε αυτό;; ρώτησε έντρομος ο Μιλτιάδης.
~ Ο Σέργιος, ψέλλισε η Ελένη. Τον χτύπησε πολύ, καθάρισα όσο μπορούσα τις πληγές του, αλλά θα χρειαστεί να φωνάξετε τη Ριζω, να του ετοιμάσει κάποιο καταπλασμα.
~Ο Σέργιος;; Γιατί;; ρώτησε ο Λάμπρος, μη μπορώντας να πάρει τα μάτια του από πάνω της.
~Χτύπησε και τη Λενιω μου που ήρθε να με σώσει. Συμπλήρωσε ο Γιάννος. Τη χαστούκισε τόσο δυνατά που την έριξε κάτω.
~Τι;;;Ούρλιαξε ο Λάμπρος, και ασυναίσθητα άρπαξε την Ελένη απ ' το μπράτσο τραβώντας την προς τη μεριά του. Πονάς; τη ρώτησε, ενώ τα μάτια του έβγαζαν σπίθες.
~Είμαι μια χαρά, του απάντησε εμφανώς ταραγμένη απ' το άγγιγμα του. Πρέπει να φύγω, Γιάννο μου σε αφήνω σε καλά χέρια.
~Να ξανάρθεις, θα σε περιμένω. της φώναξε ο Γιάννος που ένιωθε πιο πολύ απ ' τον καθέναν την αντάρα που έκαιγε τα σωθικά του αδερφού του και της Ελένης.
Η Λενιω ξεμακρυνε ταραγμένη από τη συνάντηση τους. Χρειάστηκε να κάνει μια μεγάλη βόλτα για να ηρεμήσει προτού γυρίσει στο σπίτι της.
Όλη η οικογένεια, μάταια, προσπαθούσε να αποσπάσει από το Γιάννο την αιτία του καβγά. Ο φόβος του σφραγιζε τα χείλη. Όταν ο Μιλτιάδης και η Θεοδοσία πήγαν στην κουζίνα να ετοιμάσουν το καταπλασμα της Ριζως, ο Λάμπρος βρήκε ευκαιρία να τον πλησιάσει και να τον ρωτήσει τι συνέβη με την Ελένη.
~Το Λενιω μου ήρθε κοντά μου για να με σώσει αλλά ο σατανάς τη χτύπησε τόσο δυνατά που την έριξε κάτω. Φοβάμαι, Λάμπρο, αυτός θέλει να της κάνει κακό. Προστάτευσε την, σε έχει ανάγκη. Εσείς οι δυο πρέπει να είστε μαζί.
~Τι λες, ψυχή μου;; Τον διέκοψε ο Λάμπρος. Ξεχνάς πως είμαστε και οι δυο παντρεμένοι; Η Ελένη είναι ευτυχισμένη με τον άντρα της. Και γω, δηλαδή..
~Ναι, το βλέπω πόσο ευτυχισμένοι είστε. Και κυρίως πόσο έχετε ξεπεράσει ο ένας τον άλλον. Το είδα και πριν. Τα μάτια σας βγάζανε σπίθες, αδερφέ μου. Είστε δυο φυλακισμένοι σε λάθος γάμους και είναι ώρα να σπάσετε τα δεσμά σας.
~Σσσσσσς, τον διέκοψε ο Λάμπρος καθώς είδε το Μιλτιάδη να πλησιάζει.
Όλο το βράδυ τα λόγια του μικρού στριφογυριζαν στο μυαλό του. Γιατί αυτό το κάθαρμα είχε βάλει στο μάτι την Ελένη και τη χτυπούσε για 2η φορα; Ηταν, όντως, δυστυχισμένη πλάι στο Ζάχο; Οι σπίθες που έβλεπε ο μικρός ήταν αληθινές ή ήταν δημιούργημα της φαντασίας του;
Σε ένα αλλο σπίτι, εκείνη τη νύχτα γινόταν συμβούλιο θανάτου. Δούκας, Σέργιος και Μελέτης αποφάσισαν πως ο μικρός ήταν επικίνδυνος και έπρεπε να τον βγάλουν από τη μέση. Τόσο απλά, θα έκοβαν το νήμα της ζωής του ανιψιού και ξαδερφου τους,λες και ήταν θεοί.
Δυο μέρες μετά, ο Γιάννος βγήκε την πρώτη του βόλτα μετά το συμβάν. Πέρασε από το Σταμιρεικο να δει τη Δροσούλα, πέρασε από τα χωράφια να δει το Λενιω του, πέρασε από τη Βιολέτα να πιει την πορτοκαλάδα του και ο δρόμος του τον έβγαλε λίγο έξω απ' το χωριό, στη "σπηλιά της μάνας του" εκεί που έκρυβε όλους τους θησαυρούς του. Δεν κατάφερε ποτέ να φτάσει. Ο Σέργιος πισώπλατα του πήρε τη ζωή. Τύλιξε τη ζώνη του γύρω από το λαιμό του, την έσφιξε δυνατά μέχρι που το άψυχο σώμα του παιδιού σωριαστηκε κάτω. Με τη βοήθεια του Μελέτη κρέμασαν το κορμί του νεκρού σε ενα δέντρο στην άκρη του μονοπατιου. Το σκηνικό της αυτοκτονίας ειχε στηθεί άρτια.
Το τραγικό νέο έσκασε σα βόμβα στο χωριό. Ο Φανούρης ορμηξε σαν τρελός στο καφενείο για να ενημερώσει τον Προυσαλη γι' αυτό που αντικρυσε καθως γυρνούσε στο σπίτι του. Η Λενιω με τη Δρόσω που είχαν μόλις μπει στο καφενείο για να ψωνίσουν, πάγωσαν. Η μικρή ξέσπασε σε ένα γερό κλάμα. Η μεγάλη ένιωσε τα πόδια της να τρέμουν και την καρδιά της να σκίζεται στα δυο στη σκέψη πως ο Λαμπρος θα πρεπε να διαχειριστεί ένα τόσο αβάσταχτο πόνο. Πώς θα άντεχε μια δεύτερη απώλεια στο σπιτικό του; Πώς θα έβρισκε τη δύναμη να σταθεί στα πόδια του; Πώς θα άντεχε να μην τρέξει κοντά του, να τον σφίξει στην αγκαλιά της, να του απαλύνει τον πόνο;
Στο σπίτι του Μιλτιάδη εκτυλίχθηκαν σκηνές αρχαίας τραγωδίας. Τα ουρλιαχτά του, ακούγονταν μέχρι έξω. Ο Λάμπρος εσφιγγε τα δόντια να φανεί δυνατός, να τους στηρίξει όλους ενώ μέσα του βούλιαζε στον πόνο. Η Θεοδοσία με τις γυναίκες του χωριού ετοίμασαν τα της κηδείας.
Το επόμενο πρωί, όλο το χωριό συνόδεψε το Γιάννο στην τελευταία του κατοικία. Ανάμεσα τους και οι Σταμιραινες. Παρών και ο Ζάχος που κρατούσε διαρκώς τη γυναίκα του από το χέρι. Όπως και η Θεοδοσία που δεν άφησε στιγμή το μπράτσο του Λάμπρου.
Όσες φυλακές και να τους έβαζαν οι καρδιές τους ήταν πλάι πλάι αυτή τη στιγμή. Οι ματιές που κατάφεραν να ανταλλάξουν τα είπαν όλα. Ένας ποταμός συναισθημάτων ικανός να πνίξει όλο το χωριό. Ο Γιάννος με το φευγιό του κατάφερε να τους ενώσει..

Η ΜΟΙΡΑ 🧶Wo Geschichten leben. Entdecke jetzt