Κεφάλαιο 3:Στη κούπα μου παλιό κρασί κι εσύ καινούργιος πόνος

Depuis le début
                                    

Η Μαρίνα λοιπόν, φάνταζε ιδανική για εκείνον. Ήθελε να τη γνωρίσει, να μάθει από το αγαπημένο της μέρος στη γη μέχρι το τι την κρατούσε ξάγρυπνη τα βράδια. Η Μαρίνα Λιόλιου ήταν η μοναδική γυναίκα που είχε την δύναμη να τον γηώσει και να τον αναστήσει με ένα της βλέμμα μόνο και ακόμα δεν ειχε συνομιλήσει μαζί της. Η σιωπή της, τον πέθαινε, το άγριο βλέμμα της τον προκαλούσε. Ήταν παράξενο πως ένιωθε ζωντανός κάθε φορά που τα μάτια της συναντούσαν τα δικά του σε μια ατέρμονη μάχη για εξουσία. Κάποιος θα μπορούσε να το χαρακτηρίσει ένα ερωτικό παιχνίδι από μέρους του, όμως για τον Χιούγκο ήταν ένας λόγος να ξυπνά το πρωί. Το θράσος της του έδινε ζωή και φούντωνε την επιθυμία του να την κάνει δική του.

Όμως όταν την είδε να σφίγγει το χέρι του νεαρού στο χέρι της και να περνά δίπλα του αδιάφορα, ένιωσε ένα τον πυρετό της ζήλιας να τον καίει σαν τη φωτιά το φιτίλι. Φυσικά, διασκέδασε με το όλο αγριάδα βλέμμα του μελαχρινού νέου, ο οποίος αμέσως είχε μετανιώσει που δοκίμασε να κοντραριστεί έστω και οπτικά μαζί του. Το κατάλαβε από τη στάση του σώματός του που μαζεύτηκε σαν δαρμένο σκυλί. Μέσα σε τόσα χρόνια σπουδών και πρακτικής στα κρατητήρια της Γκεστάπο, είχε μάθει πως να διαβάζει τις πραγματικές προθέσεις των ανθρώπων και να ανακαλύπτει το κάτω κείμενο στα λεγόμενά τους. Ήταν έξυπνος και διορατικός και όλοι οι συνεργάτες του τον φοβόντουσαν, ακόμα και οι ανώτεροι του. Κανένας δεν τολμούσε ποτέ να τον κοιτάξει υποτιμητικά, η εξουσία που ασκούσε επέτρεπε στους γύρω του μόνο την υπακοή και την υποταγή. Εκτός από εκείνη, που σήκωσε το όλο πείσμα βλέμμα της επάνω του άφοβα, δίχως να λογαριάζει τη στολή και το αξίωμα του. Άραγε θα μπορούσε να τα παραβλέψει και στον έρωτα αν κατάφερνε ποτέ να την κερδίσει;

Σκεφτόταν πως αυτός ο απλός άντρας δεν άξιζε να έχει ένα τόσο φλογερό πλάσμα δίπλα του, σύντομα η Μαρίνα θα τον βαριόταν κι εκείνος μέσα στη μετριότητα του θα αναζητούσε σύντομες απολαύσεις αλλού. Αν ήταν απλώς ένας παρατηρητής της σκηνής και δεν εμπλεκόταν και ο ίδιος συναισθηματικά, θα καταλάβαινε πως δεν υπήρχε αγάπη, ούτε μια στάλα τρυφερότητας σε αυτό το κράτημα, όμως τώρα η λογική του είχε θολώσει από τη ζήλια του. Αν δεν ήταν τόσο προσηλωμένος στο σκοπό του καί τόσο κλεισμένος στον εαυτό του θα έκανε κάτι που απέφευγε συνεχώς. Θα ζητούσε τη γνώμη του φίλους του, του Σεμπάστιαν, που βρισκόταν στην μεραρχία του ως κατώτερος Ανθυπολοχαγός, όμως ήθελε να λύνει μόνος του τα προβλήματά του όσο σοβαρά κι αν ήταν.

ΑλισάχνηOù les histoires vivent. Découvrez maintenant