Κεφάλαιο 3

142 9 0
                                    


Ο Άρης ξαφνιάστηκε μόλις είδε μπροστά του τη Ναταλία. Η Ναταλία στο παρελθόν ήταν κολλητή και συμμαθήτρία του. Όταν ο Άρης άλλαξε σχολείο στο λύκειο η επικοινωνία τους χάθηκε. Μετακόμισε σε άλλο σπίτι και έτσι δε μπόρεσαν να ξαναμιλήσουν. Εκείνη ίσως παλιά να ένιωθε κάτι παραπάνω για τον Άρη, αλλά τώρα που τον είδε ξανά δεν ήταν και τόσο σίγουρη ότι είχε αλλάξει κάτι ως προς τα συναισθήματά της. Στο σχολείο έκαναν τις μεγαλύτερες πλάκες και περνούσαν αμέτρητο χρόνο μαζί.
Η Ναταλία τον αγκάλιασε χαμογελώντας. «Χαίρομαι πάρα πολύ που σε βλέπω».
«Κι εγώ χαίρομαι που σε βλέπω. Δεν περίμενα να σε ξαναδώ ειδικά εδώ πέρα που συχνάζω».
«Κι εγώ έρχομαι κάποιες φορές εδώ. Μένω λίγο πιο κάτω».
Ο Άρης έδειχνε να χαίρεται αλλά κρατούσε μια επιφύλαξη. «Χαθήκαμε απότομα η αλήθεια είναι» είπε κρατώντας το red bull στα χέρια.
«Δεν πειράζει όλα για κάποιο λόγο συμβαίνουν» του είπε χαμογελώντας. «Θέλεις να μου δώσεις τον αριθμό σου να τα πούμε μια μέρα που θα έχουμε χρόνο και οι δύο;»
«Ναι εννοείται» της είπε βγάζοντας το κινητό του από την τσέπη της φόρμας του.
Ανταλλάζοντας τηλέφωνα, κοιτούσε τη Ναταλία και σκεφτόταν πως θα πει στην Μελίνα ότι ξαναβρήκε την κολλητή του χωρίς να αντιδράσει υστερικά. Χάρηκε που την είδε και ευχόταν η φιλία τους να παραμείνει έτσι όπως ήταν τότε και να μην αλλάξει τίποτα.
Οι δυο τους αποχαιρετήθηκαν με ακόμα μια φιλική αγκαλιά και ο Άρης έφυγε ικανοποιημένος.
Φτάνοντας στο αμάξι σκεφτόταν τι δικαιολογία θα μπορούσε να πει στη Δανάη που άργησε. Ο λόγος που δεν ήθελε ακόμα να της πει κάτι για τη Ναταλία ήταν επειδή ήθελε πρώτα να μιλήσει με τον Χρήστο για να του πει την γνώμη του.
«Θέλω πολύ να μάθω γιατί άργησες. Δύο εκδοχές υπάρχουν. Ή ότι σκεφτόσουν τι θα πάρεις ή ότι είχε τόσο κόσμο στο ταμείο» είπε βλέποντας τον αδερφό της να μπαίνει στο αμάξι.
«Ακριβώς αυτό, είχε κόσμο» της είπε εκείνος με άνεση.
«Εντύπωση μου κάνει αλλά τέλος πάντων».
«Πολύ το αναλύεις, πάμε σπίτι τώρα» είπε κατεβάζοντας το χειρόφρενο.
«Καλά ηρέμησε» του είπε η Δανάη ενοχλημένη.
Σε όλη τη διαδρομή δεν είπαν κουβέντα. Ο Άρης σκεφτόταν τι θα κάνει από εδώ και στο εξής και πως θα διαχειριστεί την κατάσταση της σχέσης του. Φοβόταν την αντίδραση της Μελίνας γιατί είναι τόσο οξύθυμη που πάντα παρεξηγεί τα πράγματα και νομίζει κάτι άλλο απ΄αυτό που ισχύει. Η Δανάη του έριχνε περίεργες ματιές όσο ήταν στο αμάξι και ο Άρης αυτό το καταλάβαινε, αλλά παρόλα αυτά δεν το έδειχνε.
Η Μελίνα είχε επιστρέψει σπίτι της μετά από τη βόλτα της με τη Νεφέλη και θέλησε να φάει κάτι ελαφρύ για βράδυ.
«Εύα;» φώναξε καθώς έμπαινε στην κουζίνα.
«Μη φωνάζεις».
«Δε σε είδα. Τι κάνεις μες στα σκοτάδια; Άνοιξε κανένα φως». Η Μελίνα άνοιξε το φως της κουζίνας και είδε την Εύα να τρώει μερέντα με ψωμί. «Πάλι τρως;»
«Ναι γιατί άνοιξες το φως; καλά ήμουν» είπε μασουλώντας η Εύα που είχε χωθεί με τα μούτρα στο φαγητό της.
Η Μελίνα άρχισε να γελάει. «Δεν πας καλά».
«Δεν πειράζει».
«Η μαμά που είναι;»
«Τέτοια ώρα; κοιμάται» της είπε η Εύα πιάνοντας την χαρτοπετσέτα για να σκουπίσει το σαγόνι της.
«Κατάλαβα. Εσύ μικρή δε θα κοιμηθείς;» τη ρώτησε η Μελίνα και άνοιξε το ψυγείο.
Η Εύα έκανε μια γκριμάτσα. «Μικρό είναι το μάτι σου».
«Καλά δε σε έθιξα κιόλας, μικρή σε είπα».
«Μη μου πας κόντρα και μην με ξαναπείς μικρή»
«Η βραδινή μουρμούρα της αδερφής μου είναι χειρότερη κι από το πρωινό ξύπνημα» είπε η Μελίνα παίρνοντας ένα μήλο από το ψυγείο.
Η Εύα φορούσε κάτι ανάλαφρες πιτζάμες γεμάτες από πάνω μέχρι κάτω με αρκουδάκια. Συνήθιζε να φοράει συχνά τέτοιες πιτζάμες μιας και ένιωθε άνετα με αυτές. Συνέχισε να τρώει το βραδινό της κρατώντας μούτρα στη Μελίνα που την τσίγκλισε.
Τα δυο αδέρφια μόλις είχαν φτάσει σπίτι και ο Άρης άνοιξε το κινητό του και συνδέθηκε στο messenger. Πάτησε στη συνομιλία του με την Μελίνα και άρχισε να γράφει.
«Μωρό μου ήμουν έξω με την αδερφή μου, είσαι καλά;»
Το μήνυμα παραδόθηκε.
Περιμένοντας τη Μελίνα να απαντήσει στράφηκε στη Δανάη η οποία του έδωσε το λόγο.
«Έχεις κάτι; Από την ώρα που γύρισες από το περίπτερο σε βλέπω λίγο σκεπτικό» του είπε.
«Τίποτα όλα καλά είναι πήγαινε να κοιμηθείς» της είπε ο Άρης ανεβαίνοντας βιαστικά τη σκάλα.
Παρόλα αυτά η Δανάη εξακολουθούσε να έχει ένα περίεργο προαίσθημα πως κάτι έχει συμβεί στον Άρη και δεν ήθελε να της πει. Έτσι ανέβηκε αθόρυβα επάνω μένοντας έξω από την πόρτα του δωματίου του για να ακούσει τι θα κάνει.
Η Μελίνα βλέποντας το μήνυμα του Άρη απάντησε αμέσως.
«Μου έλειψες. Σε περίμενα».
«Κι εμένα..Νόμιζα ότι κοιμόσουν».
«Πως να κοιμηθώ αγάπη μου αμα δεν σου πω καληνύχτα;»
«Θα σε δω αύριο;» πληκτρολόγησε και ξάπλωσε στο κρεβάτι του.
«Μπορώ να αρνηθώ εγώ σε σένα;»
«Να είσαι έτοιμη το απόγευμα γιατί θα περάσω να σε πάρω».
«Να βάλω τα καλά μου δηλαδή;»
«Να βάλεις ότι θες, άλλωστε ότι και να βάλεις κουκλάρα παραμένεις».
Η Μελίνα ένιωθε να κοκκινίζει πίσω από την οθόνη του κινητού της. «Σταμάτα, είναι και βράδυ».
«Σωστά, από κοντά έχει πιο πολύ ενδιαφέρον».
«Πάω για νάνι γιατί νύσταξα. Καληνύχτα έρωτά μου» είπε η Μελίνα στέλνοντας μια καρδούλα.
«Καληνύχτα μωρό μου. Σε λατρεύω μην το ξεχάσεις ποτέ».
Ο Άρης ακούμπησε το κινητό στο κομοδίνο και έβαλε τα χέρια του πίσω από το μαξιλάρι.
Το πρωινό ξύπνημα για τη Μελίνα ήταν το χειρότερο πράγμα που μισούσε στη ζωή της, καθώς κάθε πρωί η Εύα πήγαινε και την ξυπνούσε χωρίς κάποιον ιδιαίτερο λόγο και αυτό την ενοχλούσε. Μπήκε στο δωμάτιό της και άρχισε να φωνάζει μέχρι να ξυπνήσει. «Μελίνα ξύπνα. Κοίτα τι ωραία μέρα είναι έξω σήκω να πάμε μια βόλτα».
Η Μελίνα άνοιξε σιγά σιγά τα μάτια της και χασμουρήθηκε. «Σου έχω πει ένα εκατομμύριο φορές μην έρχεσαι στο δωμάτιό μου όταν κοιμάμαι. Θα φας καμιά παντόφλα στο κεφάλι και μετά θα πρέπει να δικαιολογηθώ στη μαμά» της είπε σπρώχνοντας το σεντόνι προς την άκρη του κρεβατιού.
«Καλά συγγνώμη αλλά έχει τόσο ωραία μέρα. Κοίτα τη φύση, τα πουλάκια που πετάνε» της είπε η Εύα και έβγαλε ένα πλατύ χαμόγελο.
Η Μελίνα δεν είχε συνέλθει ακόμα από τον ύπνο και με αυτά που άκουγε ήθελε να σηκωθεί και να φύγει απ΄το δωμάτιο. «Ήπιες τίποτα πρωί πρωί;»
«Ναι μια Fanta πορτοκάλι».
«Έτσι εξηγείται» είπε σχεδόν από μέσα της. «Ο φυσιολογικός άνθρωπος το πρωί πίνει καφέ για να ξυπνήσει».
Η Εύα γούρλωσε τα μάτια της και κάθησε στο διπλό κρεβάτι της αδερφής της. «16 χρονών έφηβη και θα πιω καφέ;»
«Είπα ο φυσιολογικός άνθρωπος» της είπε η Μελίνα γελώντας.
«Υπονοείς ότι εγώ δεν είμαι φυσιολογικός άνθρωπος;»
«Ακριβώς αυτό».
«Θα πω στον Άρη να σε πάει σε κανένα γιατρό. Σίγουρα χρειάζεσαι εναν οφθαλμίατρο» είπε η Εύα φεύγοντας από το δωμάτιο. Η Μελίνα αγανακτισμένη έριξε το κεφάλι της ξανά πίσω έχοντας το μαξιλάρι στο πρόσωπό της.
Ο Χρήστος είχε ξυπνήσει από πολύ νωρίς και έκανε τις δουλειές του σπιτιού. Στο σπίτι του πάντα επικρατούσε τάξη και οργάνωση. Του αρέσει να έχει το σπίτι του καθαρό χωρίς να υπάρχει ούτε ένας λεκές στο πάτωμα και στα έπιπλα. Ήταν μοναχοπαίδι και όσο η μητέρα του έλειπε στη δουλειά, εκείνος τα είχε όλα στην εντέλεια. Είναι από τους λίγους ανθρώπους που του αρέσει το νικοκυριό και πολλές φορές βάζει μουσική στο κινητό και κάνει τις δουλειές με περισσότερη άνεση.
Έκανε πολύ ζέστη εκείνη τη μέρα και είχε βγει στο μπαλκόνι χωρίς τη μπλούζα του. Είχε φτιάξει καφέ παρόλο που δε τον ήπιε όλο και τον παράτησε έξω στο τραπέζι. Κρατούσε το λάστιχο στα χέρια του και έριχνε νερό στα φυτά ώστε να μη μαραθούν. Το κουδούνι της πόρτας χτύπησε ξαφνικά, αλλά εκείνος δεν άκουγε. Μετά από 3 λεπτά χτύπησε το κινητό του και άφησε απότομα το λάστιχο στο πάτωμα για να απαντήσει.
«Έλα ρε».
«Που είσαι ρε» του είπε ο Άρης που περίμενε έξω απ΄ την πόρτα.
«Στο μπαλκόνι πότιζα τα φυτά» του είπε και ήπιε μια γουλιά απ΄τον καφέ του.
«Το κουδούνι δε το ακούμε όμως».
«Είσαι έξω; έρχομαι». Ο Χρήστος άφησε τον καφέ του στο τραπέζι και μπήκε μέσα να ανοίξει στον Άρη.
«Καλώστον» του είπε κλεινόντας την πόρτα.
«Έχει τίποτα να φάμε ή να πάρω απ΄έξω;» του είπε ο Άρης χαριτολογώντας.
Ο Χρήστος αγανακτισμένος του έριξε μια ματιά. «Στο ψυγείο έχει τρία κομμάτια σπανακόπιτα. Πάρε ένα κομμάτι και έλα έξω» του είπε και βγήκε στη βεράντα για να συνεχίσει το πότισμα.
Ο Άρης πήγε στο μπαλκόνι μασουλώντας τη σπανακόπιτα. «Τελικά ωραία είναι».
«Να σε ακούσει η μάνα μου να το λες αυτό. Εκείνη την έφτιαξε».
«Φαίνεται» του είπε ο Άρης και κάθησε στην καρέκλα.
Ο Χρήστος έπιασε ξανά το λάστιχο και συνέχιζε να ποτίζει και να καθαρίζει τη βεράντα. «Τέτοια λάσπη έχω χρόνια να δω».
«Θα καθήσεις τώρα να σου πω;»
«Ποιον σκότωσες πάλι ρε;» είπε αφήνοντας απότομα το λάστιχο.
Ο Άρης τρώγοντας την τελευταία μπουκιά αγνόησε το σχόλιό του και άφησε την χαρτοπετσέτα πάνω στο τραπέζι. «Κάτσε».
Ο Χρήστος ξεφύσηξε. «Ακούω».
«Χθες το απόγευμα πήγα με τη Δανάη στην παραλία και μόλις φεύγαμε μάντεψε ποια συνάντησα».
«Ποια;»
«Θυμάσαι τη Ναταλία;»
«Ποια;»
«Τη Ναταλία απ΄το σχολείο».
Ο Χρήστος σάστισε. «Μία που ήσασταν κώλος και βρακί και σε έβλεπε ερωτικά;»
«Αυτή».
«Α καλά και; τι σου είπε;» τον ρώτησε ο Χρήστος που ήταν περίεργος να μάθει τη συνέχεια.
«Ότι χαθήκαμε και ότι τώρα είναι μια καλή ευκαιρία να τα ξαναπούμε. Μου έδωσε και τον αριθμό της».
Ο Χρήστος άπλωσε τα πόδια του στην άλλη καρέκλα βάζοντας τα χέρια του πίσω απ΄το κεφάλι. «Να φανταστώ της τον έδωσες κι εσύ».
«Γιατί όχι;»
«Για σκέψου λίγο πως θα κάνει η Μελίνα άμα της το πεις. Βασικά έχεις σκοπό να της το πεις ή θα έχουμε ιστορίες;»
«Εννοείται πως θα της το πω δεν έχω μυστικά, αλλά όλα στην ώρα τους». Ο Άρης έδειχνε μια αποφασιστικότητα και ταυτόχρονα έναν περίεργο φόβο.
«Πάντως οι περισσότεροι, από φίλοι ξεκινάνε και στην πορεία ερωτεύονται».
Ο Άρης σήκωσε το φρύδι του. «Θες να πεις κάτι;»
«Εσύ και η Μελίνα από φίλοι ξεκινήσατε. Που ξέρεις τώρα ότι δεν θα γίνει το ίδιο με τη Ναταλία;»
«Φίλε τη Μελίνα την είχα ερωτευτεί από τότε που ήμασταν φίλοι. Η Ναταλία ήταν κολλητή μου και δεν έχω νιώσει ποτέ κάτι γι΄αυτήν και ούτε πρόκειται».
Ο Χρήστος γύρισε το κεφάλι του απ΄ την άλλη μεριά. «Καλά εσύ ξέρεις».
«Θα της το πω όταν έρθει η ώρα και βρω την κατάλληλη ευκαιρία. Απλά θέλω να είναι ήρεμη».
«Ελπίζω μόνο να μην έχεις μπλεξίματα».
Ο Άρης έμεινε σιωπηλός. «Δεν ανησυχώ από τη στιγμή που τη βλέπω σαν φίλη. Εύχομαι κι εκείνη το ίδιο».
«Στην αδερφή σου το είπες;» τον ρώτησε ο Χρήστος τεντώνοντας το σώμα του.
«Όχι ακόμα. Ο πρώτος που το μαθαίνει είσαι εσύ, γι ΄αυτό κοίταξε μην σου ξεφύγει τίποτα πουθενά».
«Ωραία και γιατί με κοιτάς έτσι; Υπάρχει περίπτωση εγώ να πω μυστικό σου; Με προσβάλεις τώρα αδερφέ».
«Όχι απλά το λέω».
Ο Χρήστος ένιωθε θιγμένος από το σχόλιο του Άρη αλλά αποφάσισε να το προσπεράσει.
Ο Άρης σηκώθηκε απ΄την καρέκλα. «Φεύγω, πάω σπίτι να ετοιμαστώ».
«Για που το έβαλες;»
«Θα βγω με τη Μελίνα το απόγευμα. Μήπως καταφέρω να της μιλήσω και γι' αυτό».
Ο Χρήστος σηκώθηκε όρθιος. «Καλώς. Ελπίζω να πάνε όλα καλά».
«Θα τα πούμε λογικά ή το βράδυ ή αύριο θα σε πάρω να σου πω νέα» του είπε δίνοντας τα χέρια τους.

Έρωτας & ΕφιάλτηςΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα