Επεισόδιο 15

1K 44 0
                                    

Το επόμενο πρωί ο Κρίστιαν ξεκίνησε ερχόμενος για την δουλειά. Στον δρόμο προσπαθούσε να σκέφτεται μόνο την επιχείρηση, όμως η ιδέα της μικρής τρύπωνε συνέχεια στο μυαλό του. Την είχε ως παιχνίδι του και τίποτα παραπάνω, όμως όταν έκλαιγε του προκαλούσε ένα ψύχος στην πέτρινη καρδιά του. Μπορεί να ένιωθε ελάχιστη θλίψη, μα ο Κρίστιαν δεν είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο να λυπάται τους αδύναμους. Η ζωή του ήταν πάντα ένας κρίκος. Μια αλυσίδα. Τροφική αλυσίδα. Ο πιο αδύναμος πέθαινε ενώ ο πιο δυνατός επιβίωνε για τα επόμενα. Ίσως ο τρόπος που της μιλούσε να ήταν σκληρός, και ο ίδιος το αναγνώριζε καμιά φορά, όμως ήθελε να καλύψει τα δικά του κενά. Το κενό που άδειασε η Ελίζα του, τότε. Η Άννα θα το γέμιζε ήθελε δεν ήθελε. Το κενό που την έθαψε με τα ίδια του τα χέρια. Το κενό που της άφησε χίλια τριαντάφυλλα ελπίζοντας ότι θα γυρίσει πίσω. Μα δεν γύρισε ποτέ ξανά. Θα το κάλυβε η Άννα κιας μην της άρεσε. Σταμάτησε έξω απ' το μαγαζί και την περίμενε να μπει πρώτη ώστε να μη της ξεφύγει. Την είδε να περπατάει γρήγορα και σαν κυνηγημένη να μπαίνει μέσα στο μαγαζί. Βγήκε γρήγορα έξω απ' το αμάξι και αφού μπήκε από τη μισόκλειστη πόρτα, την έπιασε από τους καρπούς. Φυσικά όλοι είδαν το θέαμα αλλά έκαναν σαν να μη συμβαίνει. Δεν πήγαιναν ποτέ κόντρα στο αφεντικό.
<<Αφήστε με>> είπε με ήρεμο τόνο, όμως μέσα της έτρεμε σαν το ψάρι.
<<Έλα μαζί μου>> της είπε αυστηρά ενώ την άφησε και εκείνη υπάκουσε.
<<Τι με θέλετε;>> ρώτησε το ίδιο ήρεμη με πριν. Ο Κρίστιαν έκλεισε την πόρτα κάνοντας την Άννα να χάσει και την λίγη αυτοπεποίθεση που της έδωσε η προσευχή της σήμερα το πρωί.
<<Ακριβώς όπως το πες>> άπλωσε τις παλάμες του στην λεκάνη της, ενώ την κόλλησε πάνω του.
<<Εσένα θέλω Μπέλοβα>> είπε αισθησιακά στο αυτί της και η Άννα έκλεισε σφιχτά τα μάτια της πλέον φανερά αγχωμένη.
<<Σ-σταμάτα!>> είπε η Άννα με τρεμάμενη φωνή, όμως εκείνος συνέχισε να την αγγίζει.
<<Αν.. αν με ή-ηθελες δε θα με πονούσες>> είπε τραυλιστά, και εκείνος την εσφιξε πιο πολύ πάνω του.
<<Σκάσε>>
Ξέσπασε άσχημα και εκείνος φοβήθηκε ότι θα ακουστεί. Της έκλεισε γρήγορα το στόμα της και την γύρισε ευθεία ώστε να την κοιτάει. Ήταν στα αλήθεια ίδια η Ελίζα. Είχε πολύ όμορφα μάτια και το κορμί της ήταν το ίδιο υπέροχο. Τα μαλλιά της ήταν σαν το σκοτάδι, μαύρα που γυάλιζαν κάτω απ' το φως της νύχτας. Το μυαλό του πήγε αλλού όμως, επανήλθε στην πραγματικότητα όταν η Άννα άρχιζε να φωνάζει. Της έκλεισε το στόμα ενώ της τράβηξε τα μαλλιά προς το πίσω.
<<Π-ο-νάω>> είπε ξεφυσώντας. Εκείνος της άφησε τα μαλλιά, όμως συνέχισε να μένει πάνω στα χέρια του.
<<Μου αρέσει όταν μένεις ήσυχη>> η Άννα άρχιζε να νιώθει αντικείμενο. Ενώ ο Κρίστιαν παρατήρησε πως τα δάκρυα της έπεφταν συνεχώς στο φόρεμα της. Σήμερα επέλεξε να φορέσει ένα ροζ φόρεμα που τόνιζε όμορφα την κοιλιά της. Ο Christian ξεφύσησε. Την έβαλε να στέκεται όρθια και ενώ είδε πως ήταν κομμάτια δεν της έδωσε άδεια να γυρίσει σπίτι της. Κανείς δεν έπαιρνε τζάμπα χρήματα. Κιας την αναστάτωσε. Γύρισε για να βάλει ένα ποτήρι κρασί και της πρότεινε βάζοντας της το ποτήρι στα χείλη, μα εκείνη γύρισε το κεφάλι της απότομα. Έβαλε τα δύο δάχτυλα του στο πιγούνι της γυρνώντας την, το προς το μερος του.
<<Πιες Μπέλοβα>> είπε και έφερε το γυαλίνο ποτήρι ξανά, ακουμπησμένο στο στόμα της. Εκείνη ήπιε λίγο όσο τον κοιτούσε προσεκτικά.
<<Έτσι μπράβο>> είπε ενώ της χάϊδευσε το μάγουλο.
<<Επέστρεψε στην δουλειά σου>>
<<Μ-πο-ρ-ώ ν-α φ-ύ-γω;>> σχεδόν τον ικέτευσε και εκείνος γύρισε για να την κοιτάξει υποτιμητικά.

Μόνο δικιά μουΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα