Επεισόδιο 9

1.2K 46 0
                                    

<<Τι κάνετε εκεί; αφήστε με αμέσως!>> πλησίασε το χέρι του στα χείλη της αγνοώντας τελείως τα λόγια της και άρχιζε να χαϊδεύει το σημείο, ενώ με το άλλο του χέρι κρατούσε σφιχτά τα χέρια της πάνω απ' το κεφάλι της. Η Άννα πίεσε τα χείλη της προς τα μέσα ενώ έγυρε το πρόσωπο της όσο πιο μακριά γινόταν από αυτόν. Εκείνος χαμογέλασε δόλια. Ήταν όπως ακριβώς το είχε υπόψιαστεί. Θα την έκανε πράγματι ότι ήθελε και όποτε ήθελε. Κιαν τολμούσε να της κάνει μήνυση θα φρόντιζε πολύ καλά να μην έβρισκε δουλειά πουθενά. Εξάλλου είχε την δύναμη να το κάνει και αυτό. Ακούμπησε τα δυο δάχτυλα του στο πιγούνι της και έγυρε το κεφάλι της προς το μέρος του. Εκείνη το ξανά έβαλε εκεί που το είχε. Δεν μπορούσε να τον κοιτάξει. Τον φοβόταν. Και πολύ μάλιστα. Έτρεμε. Ένιωθε αβοήθητη. <<Κοίτα με Μπέλοβα>> η Άννα αναγκάστηκε να τον κοιτάξει μετά από το μικρό σοκ που έπαθε. Πως ήξερε αυτός το επίθετο της; Υποτίθεται το κρατούσε μυστικό. Για οικογενειακούς λόγους. Η μόνη που το ήξερε ήταν η φίλη της. Δεν πίστευε ότι θα την έδωσε έτσι απλά. Γούρλωσε τα μάτια της ενώ άνοιξε το στόμα της.
<<Τι; σου κάνει εντύπωση που ξέρω το επίθετο σου;>> ρώτησε ειρωνικά ενώ την πίεσε πιο πολύ.
<<Δεν ήθελα να το μάθεις>> είπε υποτίθεται αδιάφορα, αλλά μέσα της καιγόταν από τα καυσόξυλα που έβαζε μέσα η ψυχή της. Έστρεψε το βλέμμα της αλλού αλλά η φωνή του της γύρισε το πρόσωπο από μόνη της.
<<Ξέρω περισσότερα από 'σα νομίζεις.. σε δύο λεπτά μόνο μπορώ να μάθω όλη την ζωη σου αν θέλω Μπέλοβα>> την απείλησε και ένιωσε τα μάτια της υγρά μα δε τα άφησε να πέσουν.
<<ΑΝ ΘΕΛΩ ΠΑΙΡΝΕΙΣ ΠΟΔΙ ΑΠΟ ΔΩ ΚΑΙ ΔΕ ΞΑΝΑΒΡΙΣΚΕΙΣ ΔΟΥΛΕΙΑ ΠΟΥΘΕΝΑ>> της φώναξε και η Άννα έχασε τον κόσμο της. Ένιωσε τα δάκρυα της να πέφτουν βροχή. Ο Κρίστιαν την άφησε απότομα ξέροντας ότι δε πρόκειται να φύγει. Χαμογέλασε αυτάρεσκα και γύρισε για να πιει λίγο. Μάλλον έχασε τον έλεγχο, μα της άξιζε. Αν νόμιζε ότι τόσο εύκολα θα έπαιρνε την δουλειά βάζοντας ένα ντεκολτέ και μια κοντή φούστα ήταν γελασμένη. Η Άννα ένωσε τα χέρια της και προσπάθησε να βρει την ψύχραιμια της.
<<Μην με διώξεις..σ-συγγνώμη>> είπε ενώ η φωνή της άρχιζε να λυγίζει πολύ. Εκείνος γύρισε για να την δει να κοιτάζει το κενό. Ύστερα αυτόν. Τα δάκρυα της αυξηθηκαν. Εκείνος την πλησίασε μα δεν είπε κάτι.
<<Τα έχω ανάγκη.. όσα και να είναι>> είπε χαμηλόφωνα ενώ τον κοίταξε με τα μάγουλα της, όσο και τα μάτια της, να έχουν πάρει μια εντελώς κόκκινη απόχρωση. Καμία σχέση με το λευκό που διατηρούσε.
<<Πήγαινε σπίτι σου Μπέλοβα>> είπε ενώ απομακρυνθηκε. Της γύρισε πλάτη. Εκείνη έμεινε συντετριμένη να κοιτάζει το τίποτα. Πήρε την τσάντα της βιαστικά και έφυγε ξεσπώντας. Ο Κρίστιαν την άκουσε μα δεν γύρισε. Το μόνο που έκανε ήταν να πιει άλλο λίγο από το ουίσκι του. Κλείδωσε όλες τις πόρτες και έφυγε. Οδηγούσε ήρεμα για να μην τρακάρει μα πλέον είχε την μικρή στο μυαλό του. Εκείνη γύρισε με κλάματα στο σπίτι. Δεν μπορούσε να σταματήσει. Δεν το πίστευε ότι πρώτη μέρα δουλειάς και πήγε τόσο χάλια. Ίσως θα 'παίρνε και πόδι από εκεί όπως είπε και εκείνος άλλωστε. Μα δε το έβαζε κάτω, ίσως άλλαζε γνώμη την επόμενη μέρα. Τάϊσε την μητέρα της και πήγε στο δωμάτιο της. Άφησε τα ρούχα της να πέσουν κάτω. Στην αρχή τρόμαξε με το είδωλο της στον καθρέφτη μα άρχισε να ξεβάφεται αμέσως. Το μυαλό της πάλι ταξίδευε. Όχι μόνο στον πατέρα της, αλλά και στα σημερινά γεγονότα. Το αφεντικό της την παρενόχλησε, μα προτίμησε να μείνει σιωπηλή. Ήδη ήταν σε πολύ δύσκολη θέση και ήξερε ότι, ότι έλεγε το εννοούσε. Φαινόταν από το πως της απευθυνόταν. Τα χρέη έπιαναν το ταβάνι και με αυτά που έγιναν σήμερα καταδίκασαν την Άννα σε μια μπόρα που δεν ήξερε για πόσο θα κρατήσει.
.
.
.
Η Άννα δε τα πήγε και τόσο καλά όσο νόμιζε ότι θα τα πάει. Ήδη δέχτηκε τις πρώτες απειλές από τον Κρίστιαν. Μπορεί να φύγει από την ίδια την δουλειά της ακόμη δεν άρχισε! Τι πιστεύετε ότι θα γίνει στην συνέχεια; Και η Άννα θα μιλήσει στην Αθηνά ή θα αφήσει τα πράγματα να αιωρούνται;

Μόνο δικιά μουΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα