𝑿𝑽𝑰. Οικογενειακή υπόθεση

Beginne am Anfang
                                    

Περνώντας από το γυάλινο δωμάτιο βλέπεις τους τρεις επικεφαλής να κάθονται στις καρέκλες τους, με τους δύο από αυτούς να έχουν πιο έντονες εκφράσεις από την τρίτη.

Ο κλέφτης έξω από το δωμάτιο αποφασίζει πως δεν θα ήταν καλή στιγμή να τους χαιρετήσει οπότε φεύγει χαλαρός, χωρίς να πει τίποτε και στην Μπόνι. Η ίδια, βέβαια, δεν φαίνεται να την απασχολεί τόσο αυτό, όσο η συζήτηση με τον Λέτερ και τον αδερφό της.

«Γιατί δεν μας το είπες ότι έκανε το τατουάζ;»

«Γιατί ήξερα ότι θα με σταματούσατε.»

«Θα είχαμε λόγο!»

«Καλά, ο Σίλβερ σιγά μην μου έλεγε τίποτα. Εσύ κάτι θα έλεγες!» Ο Λέτερ σφίγγει το σαγόνι του παραπάνω. Έχει δίκιο η κοπέλα, ο κολλητός του πράγματι δεν θα εμφάνιζε καμία αντίθεση.

«Έγινα ρεζίλι, έπρεπε να το είχες πει!»

«Ρεζίλι έγινες επειδή χώνεις την μύτη σου εκεί που δεν σε αφορά. Έπρεπε κάποιος να σε βάλει στην θέση σου επιτέλους και αφού δεν καταλαβαίνεις από εμένα ή τον Σίλβερ, το έκανε ο Κλάιντ. Έχεις κουράσει.»

«Μπόνι, μίλα του καλύτερα σε παρακαλώ», επεμβαίνει ο αδερφός της.

«Γιατί; Όσο τον έπαιρνα με το καλό μου έκανε την ζωή μου δύσκολη, με πίεζε, με εγκλώβιζε και δεν με άφηνε να ζήσω, να ερωτευτώ, να χαμογελάσω, να φλερτάρω! Τώρα μπορώ να κάνω όλα χρόνια δεν με άφηνε και θα τα κάνω, αν χρειαστεί να του μιλήσω με τον χειρότερο τρόπο για να καταλάβει επιτέλους ότι δεν τον θέλω, δεν είμαι ερωτευμένη μαζί του, τότε θα το κάνω! Αλήθεια!»

Η κλέφτρα είναι εξαγριωμένη, πράγματι. Έχει σηκωθεί από την θέση της και μπορεί να μην περπατά σε όλο το δωμάτιο θυμωμένη, μα λαχανιάζει από το αίμα που τρέχει γρήγορα σε όλο της το σώμα και ζεσταίνεται από την οργή της.

«Δεν ήξερα πως ένιωθες έτσι....» ακούγεται σιγανά ο Λέτερ.

«Δεν ήξερες; ΔΕΝ ΗΞΕΡΕΣ; Θες να με τρελάνεις;» Αφήνει ένα ειρωνικό γέλιο να ξεφύγει από τα χείλη της και έπειτα συνεχίζει. «Έδιωχνες όποιον με πλησίαζε, η δυσαρέσκειά μου κάθε φορά που με αγκάλιαζες, που με ζήλευες, που εμφανιζόσουν στο δωμάτιό μου την νύχτα και ξάπλωνες μαζί μου χωρίς να με ρωτάς ήταν φως φανάρι! Με φιλούσες και δεν το ένιωθα, σε έδιωχνα και εσύ δεν έφευγες! Δεν καταλάβαινες τίποτα;»

Σιωπή και από τους δύο.

«Δεν είσαι χαζός, δεν είσαι ηλίθιος, αντίθετα είσαι πανέξυπνος και νόμιζες ότι έτσι θα σε ερωτευόμουν!» του φωνάζει μέσα στο πρόσωπο. Γυρνά και κοιτά τον αδερφό της έξαλλη. «Κι εσύ το άφηνες! Βέβαια, τι τύχη, ο κολλητός σου με την αδερφή σου! Τον άφηνες να με ακουμπά ενώ με έβλεπες δυστυχισμένη!»

Bonnie And ClydeWo Geschichten leben. Entdecke jetzt