Κόκκινο.

120 6 0
                                    

Έξω έβρεχε.
Είχαν καθήσει και οι δύο πάνω στο μάρμαρο του μπάνιου, ο ένας από την έξω πλευρά, του παραθύρου. Η κοπέλα, λευκή σαν φάντασμα, κοίταζε ανέκφραστη τη λεπίδα. Οι βλεφαρίδες της ήταν βρεγμένες, το μαλλί της ανακατεμένο. Ένα ανοιχτό πακέτο με μισοβρεγμένα τσιγάρα και ένας πορτοκάλι αναπτήρας ήταν πεσμένα κοντά στη βρύση.
"Είσαι σίγουρη ότι θες να το κάνουμε;" Είπε με βαριά φωνή, σχεδόν μελαγχολική.
Δεν απάντησε, κούνησε το κεφάλι και του έκανε νόημα να προχωρήσει. Είχε μια βιασύνη μέσα της, ήθελε να τελειώσει γρήγορα το βασανιστήριο, να κοιμηθεί.

Η ανδρική μορφή, ψηλή και διακριτικά γοητευτική ξεφύσηξε. Δεν χρειαζόταν περαιτέρω δικαιολογίες για να ξεκινήσει να την χαράζει. Κι όμως, κάτι σε αυτή τη κοπέλα του δημιουργούσε έναν κόμπο στο στομάχι, τόσο που τη πρώτη φορά που ψηλάφησε το χέρι της για να βρει φλέβα, αυτός ο κόμπος έσφηξε τόσο που βραχυπρόθεσμα, τον σταμάτησε.

Θα μπορούσες, ίσως, να πεις πως περιστασιακά λυπούνταν που θα άφηνε μια τόσο αιθέρια μορφή να χαθεί, αιμορραγόντας μόνη της.

Πονάω, μαμά.Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα