Αυτός τελείωσε το αίμα του και ακούμπησε το ποτήρι του στο τραπέζι.

«Θες να σου φέρω άλλο;» ρώτησα.

«Όχι, γλυκιά μου. Λίγο whiskey βάλε μου, καλύτερα, αν μπορείς» είπε και σηκώθηκα.

Πήρα ένα μπουκάλι, από το αγαπημένο του Damon και του έβαλα σε ένα άλλο ποτήρι.

Του το ακούμπησα στο τραπέζι.

«Ευχαριστώ» είπε χαμογελαστός και χαμογέλασα επίσης.

Πήγα πίσω στην θέση μου.

«Και δηλαδή έχετε τελειώσει με αυτή την οικογένεια εντελώς; Δεν υπάρχουν άλλοι συγγενείς;» ρώτησα.

«Με τους Argent; Για την ώρα είμαστε εντάξει. Αν κάποιος, όμως, θελήσει να μας κάνει επίσκεψη και μας εναντιωθεί, ευχαρίστως να του δείξω τι πάει να πει Mikaelson» είπε και ήπιε λίγο από το Whiskey.

Argent. Κάτι μου θυμίζει.

«Είστε άγριοι εσείς οι Mikaelsons, εε;» ρώτησα ειρωνικά.

«Δεν θες να ξέρεις» είπε χαχανίζοντας.

«Ελπίζω να κατάλαβες γιατί έγιναν όλα. Δεν είμαστε δολοφόνοι. Κυνηγοί. Είναι στην φύση και των βρικολάκων και των λυκανθρώπων. Όταν κάποιος μας κυνηγάει, δεν δίνουμε ιδιαίτερη σημασία. Αν όμως μας επιτεθούν, πρέπει να πληρώσουν. Πες το εκδίκηση, εμείς το λέμε αντεπίθεση» είπε.

«Καταλαβαίνω. Και εγώ θα έκανα τα πάντα για να προστατέψω την οικογένεια μου» είπα και χαμογέλασε.

«Χαίρομαι που καταλαβαίνεις» είπε και χαμογέλασα και εγώ.

Το κουδούνι χτύπησε και με κοίταξε περίεργος.

Ποιος να είναι τέτοια ώρα;

Σηκώθηκα και άνοιξα την πόρτα.

«Καλημέρα. Πρέπει να σου πω» είπε η Maria βιαστικά και μπήκε μέσα.

«Elijah. Δεν το ήξερα ότι ήσουν εδώ» σταμάτησε μόλις τον είδε.

«Γειά σου Maria» της είπε.

«Καλύτερα να έρθω κάποια άλλη στιγμή» είπε αμήχανα δείχνοντας την πόρτα.

Ο Elijah σηκώθηκε.

«Ααα όχι, κάθισε. Μπορώ να συνεχίσω άλλη στιγμή την συζήτηση με την αγαπητή Klarisa. Φαίνεται το θέμα σου να επείγει» είπε σαρκαστικά, αφού φαινόταν πως ήταν αγχωμένη.

Ήρθε μπροστά μας και έπιασε το χέρι μου σοβαρός.

Το πλησίασε στα χείλη του και το φίλησε απαλά, κοιτώντας με. Καιρό είχε να το κάνει αυτό.

ravishing darkness. Where stories live. Discover now