Κεφάλαιο 19

642 67 53
                                    

10 Δεκέμβρη 2021

Η Μηλινόη πήρε μία βαθιά ανάσα πριν χτυπήσει την πόρτα και προσπάθησε να αγνοήσει την καρδιά της που χόρευε μανιωδώς κάνοντας το στήθος της να πονάει. Είχε μαζέψει κάθε θάρρος και είχε βάλει στην άκρη κάθε εγωισμό και ντροπή για να φτάσει στο κατώφλι της Έσμε όμως για κάποιο λόγο της φαινόταν σχεδόν αδύνατον να χτυπήσει με την γροθιά της την πόρτα. Είχε κάνει πρόβα αμέτρητες φορές αυτά που ήθελε να της πει, τα είχε γράψει μέσα σε τετράδια, είχε ηχογραφήσει τον εαυτό της να φλυαρεί όμως όλες οι λέξεις που είχε μάθει στο σχολείο δραπέτευσαν από το κεφάλι της όταν άκουσε την Έσμε πίσω από την βαριά ξύλινη πόρτα να μιλάει στον αδελφό της. 

''Άντε'' παρότρυνε τον εαυτό της και το επόμενο δευτερόλεπτο χτύπησε δυναμικά και με αυτοπεποίθηση. Η καρδιά της έκανε τούμπες καθώς η Έσμε σταμάτησε να μιλάει και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. 

''Νομίζω πως σου είπα ότι δεν θέλω να σου ξαναμιλήσω'' ακούστηκε η φωνή της πίσω από την πόρτα. Η Μηλινόη αγνόησε το τσίμπημα στο στήθος της που της δημιουργούσε η σκέψη ότι η Έσμε δεν ήθελε καν να ανοίξει την πόρτα για να της μιλήσει. Παρ' όλα αυτά πήρε μία ανάσα γιατί έπρεπε να ξεκαθαρίσει τα πράγματα, για την τύχη της παρέας τους τουλάχιστον. Διότι ήταν άλλο να τσακώνονται συνέχεια και άλλο να μην μιλιούνται καθόλου. 

''Έσμε έχω κάποια πράγματα να σου πω. Θέλω να σου ζητήσω συγνώμη για - για πολλά. Μου είναι ήδη δύσκολο, προσπαθώ να μην χάσω τα λόγια μου. Μπορείς λίγο να με αφήσεις να μπω;'' την παρακάλεσε η Μηλινόη και ένιωσε την θερμοκρασία του διαδρόμου να αυξάνεται, κάτι παράξενο καθώς οι διάδρομοι τις πολυκατοικίας τους τον χειμώνα ήταν πιο κρύοι και από τον βόρειο πόλο. 

Η κοπέλα δεν απάντησε σε αυτό και πέρασαν μερικές βασανιστικές στιγμές που στην Μηλινόη φάνηκαν σαν αιώνες. Εκεί που ήταν σίγουρη πως η Έσμε είχε φύγει από την άλλη άκρη της πόρτας, άκουσε τα κλειδιά να τρίζουν και ύστερα η κοπέλα βρέθηκε μπροστά της. 

''Τι έπαθε το πρόσωπο σου;'' ρώτησε αμέσως η Μηλινόη με ανησυχία καθώς το βλέμμα της έπεσε αμέσως στο δεξί μάτια της Έσμε, γύρω από το οποίο το δέρμα ήταν ελαφρώς κίτρινο και γαλάζιο. 

''Ήθελες κάτι να μου πεις'' απέφυγε η Έσμε την ερώτηση και σταύρωσε τα χέρια της μπροστά από το στήθος της, μία κίνηση που ενώ ενέπνεε αυστηρότητα, εκείνη την στιγμή φαινόταν περισσότερο σαν άμυνα. Η Μηλινόη κατάλαβε από τον απότομο απόμακρο της τόνο πως δεν επρόκειτο να πάρει απάντηση, οπότε αποφάσισε να ρωτήσει αργότερα τον Απελλή. 

Η θεωρία του μπαλκονιούΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα