Κεφάλαιο 14

683 65 23
                                    

20 Οκτωβρίου 2021

Η Μηλινόη κούμπωσε το σακάκι της και έσφιξε την τσάντα της στα χέρια της προσπαθώντας να επιταχύνει το βήμα της για να αντέξει το τσουχτερό κρύο. Μέχρι και την προηγούμενη μέρα η θερμοκρασία κυμαινόταν στους είκοσι βαθμούς όμως εκείνη την ημέρα είχε πέσει απρόσμενα στους δέκα και η Μηλινόη δεν είχε σκεφτεί να βάλει κολάν μέσα από την φούστα της. Ήταν ήδη στην Φιλαρέτου και είχε ακόμα λίγο δρόμο για να φτάσει στο σπίτι της, οπότε προσπάθησε να σκεφτεί την ζεστή μανιταρόσουπα που θα έφτιαχνε μόλις έφτανε και όχι το τρέμουλο στο κορμί της. Το κακό με την Ελλάδα εκείνες τις κρύες εποχές δεν ήταν η πολύ χαμηλή θερμοκρασία. Άλλωστε δεν μπορούσε να συγκριθεί με τον βορρά της Ευρώπης. Όμως ο άνεμος ταξίδευε αυτό το κρύο παντού και έσκαγε πάνω σου σαν ηλεκτρισμός. 

Προσπέρασε γρήγορα λοιπόν πολλούς ανθρώπους, καρέκλες που είχαν τα μαγαζιά έξω για να φιλοξενούν τους περαστικούς φίλους και σκαρφάλωσε στα σπασμένα πεζοδρόμια. Είχε φτάσει ήδη στα μισά της διαδρομής και το μυαλό της ταξίδευε σε οτιδήποτε εκτός απο αυτήν. Στους γονείς της που της είχαν λείψει, σε αυτά που μόλις είχε μελετήσει, στο τι θα φάει για βραδινό, στο άγχος που είχε αρχίσει να την καταβάλει επειδή είχα επιστρέψει στην σχολή. Το μόνο σίγουρο ήταν πως δεν είχε το μυαλό της προσγειωμένο στην συνοικία της. 

Ήταν αναμενόμενο επομένως να συγκρουστεί με κάποιον άλλον αργά ή γρήγορα, το οποίο έγινε όταν το σώμα της ήρθε ξαφνικά σε επαφή με ένα άλλο την στιγμή που περνούσε ένα κάθετο στενό στην Φιλαρέτου. 

''Γαμώτο'' ψιθύρισε και σήκωσε το βλέμμα της στο άτομο που είχε χτυπήσει. Ήταν έτοιμη να κάνει σκηνή, ακόμα κι αν εκείνη έφταιγε όταν το βλέμμα της συνάντησε μία γνώριμη φυσιογνωμία. Η Έσμε στεκόταν δίπλα της ντυμένη στα σκούρα χειμωνιάτικα ρούχα στα οποία την είχε γνωρίσει τόσους μήνες πριν. Ένα απλό μαύρο φούτερ, ένα στρατιωτικό παντελόνι και αρβύλες. Τα σγουρά της μαλλιά ήταν λυτά -κάτι σπάνιο- και κάποιες τούφες ήταν αγκαλιασμένες σε πλεξίδες σπάζονταν την μονοτονία της μπούκλας. 

''Που πας σαν την τρελή;'' την ρώτησε γελώντας αντί να της φωνάξει. 

''Ήμουν στην βιβλιοθήκη από το πρωί και δεν ήξερα ότι θα βάλει κρύο μετά τις τρείς'' της εξήγησε η Μηλινόη που έτρεμε στέκοντας ακίνητη. 

Η Έσμε την χτένισε με το βλέμμα της από την κορυφή ως τα νύχια και έγνεψε. ''Πάμε για κάνα κρασί;'' την ρώτησε έπειτα αφήνοντας την Μηλινόη άφωνη. 

Η θεωρία του μπαλκονιούΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα