ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17

71 15 15
                                    

Το τρένο έφτασε στο Βασίλειο του Νότου αργά τη νύχτα. Ο περισσότερος κόσμος είχε κατέβει ήδη στα βασίλεια της Ανατολής, του Κέντρου και της Δύσης όπου έκανε στάσεις, η Κάτια όμως καθόλου δεν παρατηρούσε εντυπωσιασμένος αυτά τα βασίλεια, όπως έκανε όταν πήγαιναν στον Βορρά με το τρένο για πρώτη φορά. Στον Νότο κατέβηκαν συνολικά μόνο τέσσερα άτομα. Η Κάτια κρύωνε πολύ. Ήταν αρχές Απριλίου κι όμως έκανε αρκετή ψύχρα.

Τα βήματα της, μηχανικά την οδηγούσαν στο σπίτι όπου ζούσαν παλιά με τις αδελφές της και τον πατέρα τους και αργότερα με τη θεία τους. Ήταν δεκαεννέα χρόνων όταν έφυγε τελευταία φορά από τον Νότο, μια νεαρή κοπέλα που η ζωή της μόλις άρχιζε. Τώρα ήταν είκοσι δύο και πολλά είχαν αλλάξει.

Στα τρία αυτά χρόνια που έλειπε, το βασίλειο όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε είχε αλλάξει προς το χειρότερο και τώρα το έβλεπε. Οι γειτονιές ήταν έρημες και γεμάτες σκουπίδια. Στα παγκάκια έβλεπε ανθρώπους άστεγους, μα κοιμούνται σκεπασμένοι με παλτά η σκισμένες κουβέρτες. Ρημαγμένα σπίτια παντού και σκοτεινά. Άραγε το παλιό της σπίτι θα έστεκε ακόμα όρθιο, η θα το είχαν γκρεμίσει και αυτό;

Συνειδητοποιήσε ότι, ενώ το Βόρειο Βασίλειο είχε γίνει το πιο πλούσιο της χώρας, το Νότιο είχε καταντήσει το πιο φτωχό και το χειρότερο μέρος να ζει κανείς. Κι εκείνη, κλεισμένη στο Παλάτι του Βορρά, δεν είχε μάθει τίποτα. Ο Βασιλιάς Αλέξανδρος προφανώς και θα αδιαφορούσε για την κατάσταση, σκόπιμα σίγουρα, και είχε διακόψει κάθε επαφή και σύνδεσμο με αυτό.

Μόνο το Παλάτι φαινόταν φωτισμένο από μακριά, που ήταν χτισμένο επάνω σε ένα λόφο.

Θα έχουν καμία γιορτή. Σκέφτηκε. Και τότε θυμήθηκε τις γιορτές του δικού τους παλατιού. Τι στο καλό έκανε εκεί; Πώς είχε βρεθεί στον Νότο; Τι θα σκεφτόταν ο Λεωνίδας που τον εγκατέλειψε χωρίς εξηγήσεις;

Έφτασε στο σπίτι. Κάποια παράθυρα είχαν σπάσει και ορισμένες σανίδες είχαν φύγει, όμως κατά τα άλλα το κτίσμα έστεκε έτσι όπως το είχαν αφήσει. Κατά βάθος χαιρόταν που δεν το πούλησαν τελικά. Δεν είχε κλειδιά βέβαια, όμως με μια γερή κλωτσιά η πόρτα άνοιξε έτσι ξεχαρβαλωμένη που ήταν. Μπήκε στο σαλόνι. Το σπίτι ήταν γεμάτο σκόνη και ιστοί αράχνης κρέμονταν από κάθε σχεδόν γωνία. Τα έπιπλα, σκεπασμένα με λευκά σεντόνια, ξεπρόβαλαν μέσα απ' το σκοτάδι στο μοναδικό, θολο φως της  λάμπας του δρόμου απ' εξω, και θυμήθηκε ότι εκείνη και οι αδελφές της τα είχαν σκεπάσει έτσι με αφορμή το θάνατο της θείας τους λίγο πριν φύγουν για πάντα, ως ένδειξη πένθους.

Αλήθειες και Ψέματα (Τα Πέντε Βασίλεια Prequel)#SCBC2024Where stories live. Discover now