XLIΙΙ

116 17 114
                                    

Η Ίζαμπελ ετοιμαζόταν να βγει από το δωμάτιο όταν άνοιξε η Ρόζα. Είχε δει όλους τους άντρες του πλοίου να τρέχουν στο κατάστρωμα από τη σκάλα και τις κοπέλες να κλείνονται στο δωμάτιό τους και δεν σκόπευε να μείνει κλεισμένη στην αποθήκη με την καταιγίδα να μαίνεται απ' έξω. Πάνω που ήταν έτοιμη να φύγει από εκεί μέσα, η νοσοκόμα την πρόλαβε. Πρώτη φορά την έβλεπε η Ίζαμπελ έτσι κοψοχολιασμένη και ατημέλητη. Η σφιχτή κοτσίδα της είχε χαλάσει και το φουστάνι της ήταν φορεμένο πρόχειρα. Πρέπει να είχε πάρει κι εκείνη μεγάλη τρομάρα για να είχε τρέξει έτσι να την βρει.
«Έλα έξω γρήγορα!» της είπε ξέπνοα η Ρόζα και την τράβηξε σχεδόν προς το μέρος της. Η Ίζαμπελ βγήκε πρόθυμα.
«Αυτό θα έκανα τώρα» εξήγησε.

Το πλοίο ταλαντευόταν επικίνδυνα πέρα δώθε και οι δύο γυναίκες δεν μπορούσαν να περπατήσουν σχεδόν. Η Ίζαμπελ, στο πρώτο βήμα, έχασε την ισορροπία της και προσπάθησε να βρει στήριξη στον τοίχο, χτυπώντας δυνατά την πλάτη της. Μόρφασε από τον πόνο και κοίταξε γύρω της τρομαγμένη. Άκουγε την καταιγίδα μέσα από την αποθήκη αλλά ακόμα δεν μπορούσε να καταλάβει τι γινόταν και σίγουρα δεν υπήρχε περίπτωση να το φανταστεί αν δεν το έβλεπε μπροστά της όπως οι άντρες.
«Μις Ρόζα, τι γίνεται;» ρώτησε. Η Αργεντίνα την έπιασε προστατευτικά από τα χέρια.
«Πέσαμε σε κακοκαιρία» της είπε προσπαθώντας να κατευνάσει τον φόβο της. «Μην ανησυχείς, ο καπετάνιος θα μας βοηθήσει να περάσουμε. Μέχρι να είμαστε ασφαλείς δεν θέλω να σε χάσω από τα μάτια μου. Θυμάσαι τι έγινε την τελευταία φορά...»

Οι άντρες έπιασαν από ένα πανί σε ομάδες. Ο Άτκινσον έτρεξε στο μεγάλο στο κέντρο, στην πλευρά όπου βρίσκονταν ο Τουάν και ο Χάρι. Ο γκριζομάλλης ναύτης τον κοίταξε σκληρά.
«Επιτέλους» έκανε. «Τι ήθελες τόση ώρα για να ανέβεις, ε; Ειδική πρόσκληση; Δεν βλέπεις ότι περνάμε από τρικυμία;»
«Ω, σταμάτα πια, παππού!» γκρίνιαξε εκείνος περιφρονητικά παίρνοντας θέση δίπλα του. «Σιγά την τρικυμία!»

Λες και οι ουρανοί άκουσαν τα λόγια του, ο πρώτος κεραυνός έπεσε με φόρα κάπου μακριά τους. Κάποιοι ούρλιαξαν, άλλοι έσκυψαν ενστικτωδώς το κεφάλι. Ο καπετάνιος ήταν πάνω από τον ώμο του τιμονιέρη, κατευθύνοντας τον. Τα πόδια του έτρεμαν, η καρδιά του χτύπαγε στα μηνίγγια του, και παρ'ότι ήταν μουσκεμένος, ένιωθε να έχει αναψοκοκκινίσει μέσα του από την ένταση και την αγωνία.
Μπροστά τους τα κύματα μεγάλωναν και μεγάλωναν, όλο και πιο φουσκωμένα, όλο και πιο ψηλά. Κάθε ένα έμοιαζε με μια διάφανη γλώσσα έτοιμη να καταβροχθίσει. Πλέον έφταναν μέχρι το κατάστρωμα. Έδερναν αλύπητα το ιστιοφόρο, κι εκείνο προχωρούσε χωρίς να νοιάζεται για αυτές τις πληγές του. Οι άντρες είχαν τον νου τους στα πανιά, οι γυναίκες έτρεμαν μέσα στο δωμάτιό τους.

Ο Βασιλικός Δράκος Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα