ΧΧΙΙ

161 22 111
                                    

Αφιερώνω την αρχή του τρίτου μέρους στην εξαίσια VickyMis, που για άλλη μια φορά δεν έχασε ούτε ένα κεφάλαιο της ιστορίας

Ένα ακόμα καλοκαίρι είχε περάσει. Είτε το αισθανθεί κανείς και το απολαύσει χωρίς έγνοιες, είτε το χάσει γιατί έχει αφήσει το φορτίο που σηκώνει να τον αποσπάσει ολοκληρωτικά από την πιο ζεστή και γλυκιά εποχή της φύσης, το καλοκαίρι περνά πάντα στον δικό του προκαθορισμένο χρόνο, χωρίς να σταματά ή να βιάζεται για κανέναν. Από την πρώτη στιγμή που ο άνθρωπος περπάτησε στη γη αυτή του Δημιουργού - που Εκείνος, με την απέραντη σοφία Του, προίκισε με τόσα θαύματα - μέχρι αυτό το καλοκαίρι του 1852, άλλαξαν πολλά στους ανθρώπους, αλλά πολύ λίγα στη φύση. Εκείνη συνέχιζε τον γαλήνιο κύκλο της, παίρνοντας πάντα μόνο όσα χρειαζόταν.

Μέσα σ' αυτόν τον κύκλο λοιπόν, η Έιντα παρατηρούσε το φθινόπωρο να γλιστρά, φοβισμένα και ευγενικά στην αρχή αλλά πιο αποφασιστικά όσο ο καιρός περνούσε, κοντά τους και να παίρνει τη θέση του καλοκαιριού. Τα δέντρα που μεγάλωναν στον δρόμο από το σπίτι ως την εκκλησία έχασαν τα περισσότερα φύλλα τους. Η βελανιδιά στον κήπο τους κρατούσε περήφανα τα δικά της. Η μυρωδιά της βροχής πλανιόταν πια στον αέρα κι όλο το τοπίο γέμισε από το χρώμα των νεκρών φύλλων στη σκιά του χλωμού και γκρίζου ουρανού. Κι αν η Έιντα κοιτούσε φορές φορές θλιμμένη τα φύλλα να πέφτουν, κι αναλογιζόταν την απώλεια της αδερφής και της αγαπημένης γκουβερνάντας της, θυμόταν ότι όσα δέντρα έριχναν τα φύλλα τους, αποκτούσαν καινούργια την άνοιξη, κι η ελπίδα ξαναγεννιόταν στην γενναία καρδιά της.

Βγήκε από την εκκλησία περπατώντας κοντά στη μητέρα της και τον Μπουμπίλ. Ήταν η πρώτη Κυριακή του Σεπτεμβρίου. Οι καμπάνες χτυπούσαν χαρούμενα μετά την λειτουργία και το τοπίο της εξοχής απέναντί τους συνδυαζόταν μαγικά με την αγαλλίαση της ψυχής που μόλις είχε μεταλάβει. Το πράσινο χορτάρι, τα κυπαρίσσια και τα αγριολούλουδα που φύτρωναν στην αυλή που μοιράζονταν η εκκλησία και το μοναστήρι, ευωδίαζαν.

Σ' αυτήν την λειτουργία της Κυριακής τις είχε ακολουθήσει όλως παραδόξως και ο Μπουμπίλ, ο οποίος είχε μειώσει τώρα τελευταία τις εξορμήσεις του στο Λονδίνο. Είχε δημιουργηθεί ένα μικρό κουτσομπολιό κι εκείνος δεν ήθελε να το ενισχύσει. Η Μαίρη από την άλλη χρειαζόταν απελπιστικά αυτές τις τακτικές επισκέψεις στην εκκλησία και στο μοναστήρι. Από τότε που είχε χάσει την Ίζαμπελ, την είχε πιάσει ένα είδος κατάθλιψης. Έμοιαζε να ζει στον δικό της κόσμο, μόνη και θλιμμένη. Από τη μία, η Έιντα την λυπόταν τη μητέρα της, αλλά δεν μπορούσε να ξεχάσει το μερίδιο ευθύνης που είχε στη φυγή της Ίζαμπελ. Αν είχε ακούσει τις κόρες της και αν είχε μιλήσει στον Μπουμπίλ για την παρεξήγηση, ίσως τώρα η αδερφή της να ήταν μαζί τους, κι όχι αβοήθητη σε ένα καράβι γεμάτο αγνώστους που ίσως να της έκαναν κακό.

Ο Βασιλικός Δράκος Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα