Κεφάλαιο 8

633 68 42
                                    

30 Ιουλίου 2021

Εκείνη ήταν η τελευταία μέρα που η Μηλινόη θα πατούσε το πόδι της στην σχολή για τους επόμενους δύο μήνες. Είχε επισήμως ολοκληρώσει το πρώτο της διδακτορικό και παράλληλα θα συνέχιζε από τον Οκτώβρη το δεύτερο, κάτι το οποίο σήμαινε πως μπορούσε για εξήντα ολόκληρες μέρες να ξεκουραστεί χωρίς να ανησυχεί για εργασίες ή για μελέτη. Ήταν σαν να ζούσε τον χειρότερο της εφιάλτη, διότι η Μηλινόη χωρίς την φυσική δεν είχε και πολλά πράγματα που την καθόριζαν. Ποτέ δεν ήταν ιδιαίτερα καλή σε τίποτε άλλο, ποτέ δεν είχε άλλες εξωσχολικές δραστηριότητες ή φίλους πέρα από τον Θεμιστοκλή. Επιπλέον, τον Αύγουστο όλοι πήγαιναν διακοπές και τα δρώμενα του Ιουλίου όπως τα φεστιβάλ φυσικής ή του αστεροσκοπείου Αθηνών πάγωναν μέχρι τον Σεπτέμβρη. 

Θα μπορούσε φυσικά να διαβάσει περισσότερα βιβλία και να κλειστεί στο διαμέρισμα της όμως η ψυχολόγος της ήταν ενάντια σε αυτήν την ιδέα. Στην προηγούμενη συνεδρία της είχε προτείνει να βρει μία δουλειά για να απασχολείται και να την κρατάει έξω από το σπίτι για μερικές ώρες και μακρυά από την φυσική, εφόσον το συγκεκριμένο αντικείμενο ήταν κάτι σαν χαλί κάτω από το οποίο πολλές φορές στοίβαζε τις σκέψεις της για να μην ασχολείται με αυτές. Αν και αυτό θα ήταν ιδανικό, διότι η Μηλινόη είχε βαρεθεί να στηρίζεται οικονομικά στους γονείς της, δεν ήξερε από που να ξεκινήσει. Είχε φτάσει είκοσι έξι χρονών και ποτέ δεν είχε δουλέψει στην ζωή της. 

Ήξερε βέβαια ότι μπορούσε να ζητήσει την βοήθεια του Θεμιστοκλή, όμως δεν είχε βρει ακόμα το κουράγιο να του το ζητήσει. Οπότε απλά τριγυρνούσε στο διαμέρισμα της από το πρωί χωρίς ιδιαίτερο σκοπό, περιμένοντας κάτι να συμβεί και να την βγάλει από τον βρόγχο στο οποίο είχε κολλήσει. Όμως όταν συνειδητοποίησε πως εκείνη ήταν άλλη μία μέρα που η ζωή είχε αποφασίσει να την αφήσει ήσυχη, αποφάσισε να βγει στο μπαλκόνι της για να απολαύσει τον απογευματινό ήρεμο ήλιο. 

Ήταν η αγαπημένη της ώρα εκείνη, στο χωριό τουλάχιστον. Το σπίτι της είχε μία τεράστια βεράντα που κοίταζε την θάλασσα και απο εκεί παρακολουθούσε κάθε μέρα τα πιο όμορφα ηλιοβασιλέματα. Ο ήλιος είχε λιώσει πάνω στον ορίζοντα και το μόνο που είχε μείνει ήταν κρύες αποχρώσεις μοβ και κίτρινου και γαλάζιου. Εάν η θάλασσα ήταν ήρεμη, τότε ήταν δύσκολο να ξεχωρίσεις που την χώριζε ο ορίζοντας από τον ουρανό. Ο κόσμος ήταν σαν έναν πίνακα του Λεονάρντο Ντα Βίντσι, χωρίς γραμμές να χωρίζουν το ένα πράγμα από το άλλο. Τα χρώματα πάλευαν μεταξύ τους και η μετάβαση ήταν ασταθής. Έβλεπες γαλάζιο και μοβ και κίτρινο και γαλάζιο ξανά, ύστερα λίγα αστέρια. 

Η θεωρία του μπαλκονιούΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα