Κεφάλαιο 12ο Part 1

2.3K 237 15
                                    

Το βράδυ η Νοέλια δεν κατάφερε να κοιμηθεί. Τα γεγονότα εκείνης της μέρας στοίχειωναν το μυαλό της. Δεν ήθελε να παραδεχθεί ότι ο Λεονάρντο την είχε κοροϊδέψει, αλλά η αλήθεια την κοίταζε κατάματα και δεν μπορούσε παρά να την αποδεχτεί. Γνώριζε όλα τα μοντέλα του οίκου μόδας Ριντέλ και ήταν σίγουρη πως δεν υπήρχε καμία με το όνομα Τζέσικα. Επιπλέον, αν κάποιο μοντέλο ήταν συγγενής με το αφεντικό, θα το γνώριζαν όλοι. Της είχε πει ψέματα.

  Είχε σηκωθεί αρκετές φορές αποφασισμένη να πάει να τον βρει, αλλά κάθε φορά μετάνιωνε και επέστρεφε στο κρεβάτι. Ίσως ήταν καλύτερα να υποκρινόταν ότι δεν γνώριζε τίποτα και να έκανε μια μικρή έρευνα το πρωί στον οίκο. Έπρεπε να επικοινωνήσει με κάποιον δικό της, έπρεπε να βρει κάποιον για να την ελευθερώσει από αυτή την δυσμενή θέση. Δεν άντεχε άλλο εκεί μέσα, φυλακισμένη. Η σκέψη και μόνο ότι θα έπρεπε να περάσει την υπόλοιπη ζωή της με έναν απατεώνα, τη σκότωνε.

   Κάποια στιγμή, γύρω στις τέσσερις τα ξημερώματα, αποφάσισε να παίξει με την τύχη της και να βγει απ’ το δωμάτιο. Είχε εξερευνήσει αρκετά το σπίτι για να ξέρει που βρισκόταν και πόση απόσταση την χώριζε από την εξώπορτα. Βέβαια, εκείνη τη στιγμή δεν σκόπευε να βάλει σε εφαρμογή το σχέδιο απόδρασης, αλλά απλά να βρει ένα τηλέφωνο. Έτσι, όσο πιο αθόρυβα μπορούσε, φόρεσε ένα μακρύ παλτό που βρήκε στην ντουλάπα και βρήκε απ’ το δωμάτιο. 

  Ήξερε ότι ανά πάσα στιγμή μπορούσε να εμφανιστεί κάποιος, αλλά ήλπιζε για μια φορά στη ζωή της να στεκόταν τυχερή. Προχώρησε αργά μέσα στο σκοτεινό διάδρομο κι έπειτα ανέβηκε τις σκάλες που οδηγούσαν στον επάνω όροφο. Περιέργως δεν είχε καθόλου άγχος ή φόβο, μόνο ένα ανεπαίσθητο σφίξιμο στο στήθος. Κατευθύνθηκε προς την πρώτη πόρτα αριστερά και παίρνοντας μια βαθιά εισπνοή, μπήκε μέσα.

  Ήταν σκοτεινά, αν και ο ήλιος είχε ήδη αρχίσει να ξεπροβάλει πίσω απ’ τα βουνά, δίνοντας λίγο χρώμα στη μαυρίλα της νύχτας. Ευτυχώς, η Νοέλια είχε μπει στο γραφείο του Λεονάρντο λίγο πριν πάει για ύπνο μαζί με την Λάνα για να πάρει κάτι χαρτιά, και τώρα ήξερε ακριβώς που βρισκόταν το τηλέφωνο.

  Κράτησε την αναπνοή της και άρχισε να πληκτρολογεί τον αριθμό της φίλης της. Έβαλε το ακουστικό στο αυτί και περίμενε. Σε παρακαλώ, σήκωσέ το… προσευχήθηκε, αλλά δίχως ανταπόκριση. Χτυπούσε και ξαναχτυπούσε, αλλά κανείς δεν το σήκωνε. Σίγουρα η Έμμα κοιμόταν, αλλά είχε πιστέψει ότι θα ξυπνούσε με τον ήχο και τώρα ένιωθε μεγάλη απογοήτευση και δυστυχία.

Ίντριγκες Και ΠάθηΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα