Κεφάλαιο 24ο

2.1K 149 25
                                    


Όταν η Νοέλια άνοιξε τα μάτια της, το μόνο που είδε ήταν σκοτάδι. Το κεφάλι της πονούσε και ένιωθε το σώμα της βαρύ και αμετακίνητο. Ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά της μερικές φορές, στην προσπάθεια της να εξετάσει το χώρο γύρω της. Ωστόσο, η έλλειψη φωτός ήταν αυτό που την εμπόδιζε να δει και όχι η όρασή της. 

Η καρδιά της βάλθηκε να χτυπά δυνατά, όταν συνειδητοποίησε ότι τα χέρια και τα πόδια της ήταν δεμένα, με κάτι που έμοιαζε με σκοινί. Σκάλισε της μνήμη της προσπαθώντας να θυμηθεί τι συνέβη και τότε πανικός την κατέλαβε.

"Θεέ μου" αναφώνησε και τα ματιά της αυτόματα βούρκωσαν. Πάλι θα έκλαιγε και αυτό δεν της άρεσε καθόλου. Ήταν τελείως αδύναμη και ο μόνος τρόπος να εκφραστεί ήταν απελευθερώνοντας τα δάκρυά της. Ήλπιζε να μπορούσε να κάνει κάτι άλλο, πέρα από το να κλαίγεται κάθε τρεις και λίγο. Ωστόσο, οι σκέψεις που έκανε ήταν τρομακτικές και δεν της άφηναν άλλη επιλογή. 

Πριν δυο μήνες απήχθη. Πριν δυο μήνες, ένας άγνωστος άντρας την κλείδωσε μέσα σε ένα δωμάτιο, υποστηρίζοντας πως την έχει αγοράσει. Τότε τίποτα δεν έβγαζε νόημα. Τότε, το μυαλό της πάλευε αδιάκοπα να καταλάβει. Πάλευε να εξηγήσει τι ήταν αυτό που την έφερε σ' αυτή τη θέση. Καμία σκέψη δεν ήταν αρκετή...καμία δεν ήταν αντάξια της πραγματικότητας. Αυτό που ζούσε εκείνη τη στιγμή, έμοιαζε να ναι βγαλμένο από κάποια ταινία. Ζούσε μια πραγματική κόλαση. Αθώοι άνθρωποι είχαν πεθάνει...και σύντομα κι η δική της ζωή θα έφτανε στο τέλος της. 

"Νοέλια;" μια φωνή έκανε την καρδιά της να κλοτσήσει δυνατά μέσα στο στήθος της και το σώμα της να αναπηδήσει από τον φόβο και την ταραχή. 

"Ποιος είναι;" ρώτησε με φωνή τρεμάμενη. Τα μάτια της μετακινούνταν βιαστικά προς κάθε κατεύθυνση, λες και μ' αυτό τον τρόπο θα κατόρθωνε να δει κάτι. 

"Χριστέ μου...Νοέλια, εσύ είσαι!".

Τα δάκρυα της κύλησαν αμέσως. "Μπα..μπά" τραύλισε και ένας λυγμός ξέφυγε απ' τα χείλη της. Είχε να δει τον πατέρα της πολλούς μήνες και μέχρι πριν από μερικές -πιθανόν- ώρες ήταν βέβαιη πως εκείνος ήταν υπεύθυνος για την απαγωγή της. Τώρα, όμως, γνωρίζοντας τι συνέβη, ένιωθε απίστευτα συγκινημένη που ήταν επιτέλους μαζί του. 

"Ναι, μπαμπά, εγώ είμαι! Είσαι καλά;" ρώτησε και η αγωνία ήταν διακριτή στην φωνή της. 

Άκουσε έναν αναστεναγμό, "ναι, παιδί μου" της απάντησε, "εσύ;". 

Ήταν ολοφάνερο πως ο πατέρας της δεν ήταν καλά. Η φωνή του ήταν βραχνή και τσακισμένη. Ένιωσε αμέσως απαίσια, κυρίως με το γεγονός ότι δεν αντιλήφθηκε την ταυτότητα του άντρα νωρίτερα. Πως μπόρεσε να μην καταλάβει ότι αυτός δεν ήταν ο πατέρας της; Είχε βέβαια παρατηρήσει αρκετές διαφορές, αλλά πίστευε ότι έφταιγε το γεγονός ότι είχε να τον δει μήνες. Ανόητη, τα ψάλε στον εαυτό της. 

Ίντριγκες Και ΠάθηΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα