ΚΕΦΆΛΑΙΟ 2

11 1 0
                                    

Η Αλέξα έκατσε διστακτικά δίπλα στον Ιβάν προσπαθώντας να αγνοήσει το επίμονο βλέμμα του. Εκείνος τεντώθηκε και άπλωσε τα πόδια του ακόμα περισσότερο.
Γύρισε το κέφι της προς την αντίθετη μεριά δήθεν αμέριμνα αλλά ο εκνευρισμός της ήταν φανερός. Στο πρόσωπο του Ιβάν ζωγραφίστηκε ένα πλαγιαστό χαμόγελο βλέποντας την.

"Μην είσαι τόσο σφιγμένη" της πρότεινε τείνοντας το τηλεκοντρόλ προς το μέρος της.

"Συγνώμη; Δεν είμαι καθόλου σφιγμένη. Δεν με ξέρεις τόσο καλά για το κρίνεις αυτό"

"Όχι άλλα θα σε μάθω. Στο ίδιο σπίτι ζούμε"

Η Αλέξα εξεπλάγην σαν να το άκουγε πάλι για πρώτη φορά. Της φαινόταν ακόμα αδιανόητη η συγκατοίκηση με έναν άγνωστο.
Ο Ιβάν την επεξεργαζόταν με αδιακρισια και περιέργεια. Εκείνη μη δίνοντας σημασία στο βλέμμα του άρπαξε ένα βιβλίο μέσα από το σακίδιο της και σταυρώνοντας τα πόδια, άρχισε να το διαβάζει μέχρι που την πήρε ο ύπνος.
Την επόμενη ημέρα όταν ξύπνησε ένιωσε το σώμα της ζεστό. Ήταν σκεπασμένη με μια γαλάζια βελούδινη κουβέρτα.
Οι μπούκλες των μαλλιών της πέταγαν προς όλες τις κατευθύνσεις. Εκείνη αγκάλιασε την μαλακή κουβέρτα και την έφερε δίπλα στο μάγουλο της. Της θύμιζε την παιδική της κουβέρτα που πέρναγε χειμώνες ολόκληρους κουκουλωμενη ανάμεσα στο ύφασμα της.

"Μην την συνηθίσεις! Την θέλω πίσω"είπε ο Ιβάν ξαφνιάζοντάς την. Στεκόταν στην άκρη της πόρτας του δωματίου του με την οδοντόβουρτσα να περισσεύει από το χείλη του και μπουκωμενος με οδοντόκρεμα.

Η Αλέξα κοκκίνισε και παραμέρισε την κουβέρτα. Τον ευχαρίστησε και πήγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στο δωμάτιο της. Φόρεσε το αγαπημένο της μπορντό φόρεμα και τις μακριές, μαύρες μπότες της, έπιασε τα ατημέλητα μαλλιά της σε μια ψηλή κοτσίδα και ψεκασε τον λαιμό της με το ένα ελαφρύ άρωμα.
Βγήκε από το δωμάτιο έτοιμη να παρακολουθήσει το πρώτο της μάθημα.

"Ιατρική σπουδάζεις;", την ρώτησε λίγο πριν ανοίξει την πόρτα.

"Που το κατάλαβες;" Είπε και ζαρωσε την μύτη της.

"Ποιος νομίζεις ότι σου πήρε το βιβλίο από το χέρι χθες το βράδυ;"

Η Αλέξα χαμογέλασε και τον ευχαρίστησε για δεύτερη φορά μέσα στην ίδια μέρα.
Ο Αμερικανικός αέρας έξω είχε μια δυσάρεστη εργοστασιακή μυρωδιά. Μια ψιχαλα έπεσε στο μάγουλο της. Σιγούρεψε το βήμα της σε ένα πιο γρήγορο ρυθμό καθώς ο ουράνιος σκοτείνιασε απότομα.
Έφτασε έξω από την αυλή του Πανεπιστημίου.
Ήταν θεωρατο. Η αυλή του εκτεινόταν στρέμματα μακρυά από όσο μπορούσε να δει το ανθρώπινο μάτι. Το κτήριο ήταν μεγάλο με μαρμάρινα αγάλματα να κοσμούν τους δασικούς διαδρόμους γύρω του.
Η αρχιτεκτονική του ήταν βικτωριανού ρυθμου με δαιδαλώδη, περίτεχνα παράθυρα.
Είχε μαγευτεί τόσο από αυτό που έβλεπε που περπατούσε σχεδόν υπνοτισμενη.
Δίπλα της περνούσαν βιαστικοι πολλοί φοιτητές με τις τσάντες και τους παραγεμισμένους φακέλους τους να ξεχειλίζουν χαρτιά.
Μπήκε στην αίθουσα όπου θα γινόταν το πρώτο μάθημα. Η πόρτα της τάξης της ήταν σκαλιστή και απέξω είχε κρεμασμένη μια χρυσή ταμπέλα που έγραφε 'Ανατομια'.
Έκατσε σε μια θέση μέσα στο αμφιθέατρο ανάμεσα στους υπόλοιπους φοιτητές ιατρικής.
Στο Βήμα υπήρχε μια έδρα εξοπλισμένη με τον πιο προϊόντα γραφείου και ένας κλειστός προτζεκτορας ενώ παραπέρα έστεκε αγέρωχος και θαρρείς ειρωνικός σκελετός.
Είχε απορροφηθεί στις σκέψεις και την παρατηρητικότητα.
Το θρανίο τρανταχτηκε καθώς ένας μεγαλόσωμος, γυμνασμενος φοιτητής έκατσε δίπλα στην Αλέξα.
Τοποθέτησε με προσοχή την τσάντα του πάνω στο θρανίο.

THE SCREAMWhere stories live. Discover now