ΚΕΦΆΛΑΙΟ 1

16 1 0
                                    

Έκλεισε με πείσμα το φερμουάρ και σφράγισε την βαλίτσα της με το επίχρυσο λουκετακι που κάποτε σκουριαζε στο υπόγειο του σπιτιού τους.
Η Αλέξα σφιχταγκαλιασε τους γονείς της και τον αδελφό της. Έσειρε την βαλίτσα μέχρι το χώρο υποδοχής του αεροδρομίου και κοίταξε για τελευταία φορά το χρυσό δειλινό του Λονδρέζικου ουρανού.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και κυμάτισε την παλάμη της προς το μέρος της οικογένειάς της. Γύρισε την πλάτη της και κατευθύνθηκε προς τις μεγάλες μεταλλικές πύλες ελέγχου. Δεν ήθελε να κοιτάξει ούτε ένα δευτερόλεπτο παραπάνω τους γονείς της και τον Λούκας, δεν άντεχε τους αποχαιρετισμους. Συγκράτησε τα δάκρυα της και έχωσε τα χέρια της βαθιά στις τσέπες του φορέματος της σφίγγοντας το αναμνηστικό περιδέραιο που της χάρισε η μητέρα της.
Το μεγάλο, μεταλλικό μηχάνημα έβγαλε έναν περίεργο θόρυβο και ο αστυνόμος της κοίταξε καχύποπτα.
Του παρέδωσε το μενταγιόν και πέρασε άλλη μια φορά κάτω από το μηχάνημα. Αυτή τη φορά δεν βγήκε κανένας θόρυβος και ο αστυνόμος το επέστρεψε μαζί με τη βαλίτσα της.
Όση ώρα περίμενε στα κρύα καθίσματα της αίθουσας αναμένοντας την πτήση της, έβαλε τα ακουστικά στα αυτιά της και έκλεισε τα μάτια.
Φανταζόταν το αύριο. Την επόμενη ημέρα. Από τα σοκάκια του Λονδίνου θα βρισκόταν ξαφνικά στο χαώδη και άγρυπνη Νέα Υόρκη.
Ήξερε πολύ καλά τι άφηνε πίσω της. Δεν ήθελε να θυμάται. Ήθελε να φύγει, να ξεχάσει, να μηδενίσει το παρόν της και να κάνει μια νέα αρχή.
Η πολύωρη πτήση της έδωσε τον απαιτούμενο χρόνο να αποβάλει την απαισιοδοξία και τον πεσιμισμό που την κατέβαλε.
Παρόλες τις ώρες που είχαν περάσει από την τελευταία φορά που γευμάτισε, η αγωνία της δεν της επέτρεπε να φαει. Μέχρι της απογείωση είχε εγκλωβιστεί στο συναίσθημα της απελευθέρωσης και του καταιγισμού νέων ευθυνών. Ένα συναίσθημα που δεν είχε βιώσει ξανά.
Όταν το αεροπλάνο προσγειωθηκε, άρπαξε τα πράγματά της και με αλματώδη βήματα κατευθύνθηκε προς το πρώτο ελεύθερο ταξί που βρέθηκε στο δρόμο της.
Φτάνοντας στην εστία όπου θα έμενε, πέρασε από την κεντρική γραμματεία για να παραλάβει τα κλειδιά.
Μια ηλικιωμένη σχεδόν γυναίκα, με σφιχτό γκρι κότσο και μακριά καφετί φούστα, την καλωσόρισε απρόθυμα. Το παρουσιαστικό της δεν συμβαδίζει με την εξελικτική ταυτότητα της Νέας Υόρκης.

"Λέγομαι Ρουθ Πάτινσον και είμαι η βιβλιοθηκονόμος της σχολής. Επίσης είναι υπεύθυνη υποδοχής των νέων σπουδαστών", είπε σχεδόν μηχανικά.
"Για οτιδήποτε χρειαστείς μπορείς να απευθυνθείς σε εμένα ή ακόμα καλύτερα στον Κύριο Κρεγκ". Της έδωσε μια κάρτα με το όνομα 'Κρεγκ' σημειωμένο στο οπισθόφυλλο και ένα τηλέφωνο στο μπροστινό μέρος.

THE SCREAMWhere stories live. Discover now