No 1

43 3 0
                                    

Ήταν πρωί και το ξυπνητήρι ηχούσε σαν τρελό...
Μου ερχόταν να το σπάσω 
Σηκώθηκα, πήγα στην τουαλέτα κάνοντας την καθημερινή μου ρουτίνα, έπειτα βγήκα, βάφτηκα ελαφρά, ντύθηκα και κατέβηκα στην κουζίνα για να φάω πρωινό.

Εκεί βρισκόταν όλη η "οικογένεια"ο πατέρας μου, η Αλεξία και ο Δημήτρης

Ουπς! Αυτή η εικόνα δεν ακολουθεί τους κανόνες περιεχομένου. Για να συνεχίσεις με την δημοσίευση, παρακαλώ αφαίρεσε την ή ανέβασε διαφορετική εικόνα.

Εκεί βρισκόταν όλη η "οικογένεια"ο πατέρας μου, η Αλεξία και ο Δημήτρης.

Μπαμπάς: «Καλημέρα πριγκίπισσα μου»
Μαρίζα: «Καλημέρα Μπαμπουλίνο μου»
Λέω και του δίνω ένα φιλί στο μάγουλο...
Από την τρυφερή αυτή στιγμή τους διέκοψε ο Δημήτρης
Δημήτρης: «Σήμερα θα σε πάω εγώ σχολείο με το αμάξι»

Ήταν ανάγκη να μιλήσει τώρα αυτός;; Καλά ήταν που είχα ξεχάσει την ύπαρξη του. Και γιατί να με πάει αυτός στο σχολείο πάλι;; Κάθε φορά που με πηγαίνει βάζει κάτι ξενέρωτα τραγούδια, μέχρι και στον επιτάφιο καλύτερη μελωδία ηχεί... Άσε που όταν με πηγαίνει αυτός σχολείο όλες οι φίλες μου του κάνουν τα γλυκά μάτια και όλη την ώρα μιλάνε γι αυτόν
Και να πεις ότι είναι και κανένας ωραίος;; Εντάξει για να πω την αλήθεια μου φωτιά και λαύρα είναι το παιδί. Ψηλός, όμορφος, γυμνασμένος και φοιτητής της Ιατρικής αλλά επίσης είναι ηλίθιος, νευρόσπαστος και παλιοεγωισταρος

Μαρίζα: «Εντάξει ξέρω ότι δεν με συμπαθείς, αλλά όχι και να με σκοτώσεις. Εσυ το παράκανες»
Δημήτρης: «Άρχισες πάλι τις εξυπνάδες ανώριμο;»
Ακου εκεί να με πει ανώριμο το ζαβό, δηλαδή αυτός τι είναι που μας το παίζει ιστορία;;
Αλεξια: «Σταματήστε Καλε πρωί πρωί με την τσίμπλα στο μάτι και έχετε όρεξη για καυγάδες»
Δημήτρης: «Αυτή το ξεκίνησε»
Μπαμπάς: «Τρώμε τώρα!»
   Η Μαρίζα όση ώρα έτρωγε σκεφτόταν πως άλλαξαν έτσι τα πράγματα από την μια στιγμή στην άλλη.
Flashback

Πάνε δυο χρόνια από τότε που πέθανε η μητέρα μου. Τότε ήμουν δώδεκα χρόνων.
Χθες μου είπε ο πατέρας μου ότι υπάρχει μια νέα γυναίκα στη ζωή του και ότι ήταν η κατάλληλη μέρα να μας γνωρίσει
Δεν λέω θύμωσα μαζί του. Πως μπορεί μέσα σε δυο μονάχα χρόνια να ξεχάσει τη γυναίκα του, την γυναίκα που πέρασε τόσα χρόνια μαζί της, τη μάνα του παιδιού του, τη γυναίκα που του στεκόταν σε ότι κι αν έκανε που πίστευε σε αυτόν και το πιο σημαντικό από όλα ήταν ότι αυτή η γυναίκα τον λάτρευε, μετά από τόσα χρόνια γάμου ήταν ερωτευμένη μαζί του.
Πως είναι δυνατόν... Πως ;;

Τις σκέψεις μου διέκοψε το κουδούνι.
Στην πόρτα στεκόταν μια γυναίκα ξανθιά, ψηλή, αδύνατη με ωραία χαρακτηριστικά γύρω στα 40, δίπλα της βρισκόταν ένα αγόρι γύρω στα 18. Είναι πολύ όμορφος... Ωχχ Παναγία μου πες μου ότι δεν είναι αυτό που νομίζω.
Ξαφνικά, ακούγεται η φωνή του μπαμπά μου

Μιχάλης: «Περάστε, μην στέκεστε στην πόρτα»
Εκείνοι υπάκουσαν στην εντολή του μπαμπά και μπήκαν στο σπίτι.
.
.
.
.
(Συνεχίζεται)

Heaven OR Hell ??Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα