Κεφάλαιο δεκαεννιά

Start from the beginning
                                    

«Όχι δεν είμαι» μουρμούρισε με ένα νευρικό γελάκι πριν χαμηλώσει το βλέμμα της

«Μην λες βλακίες, γιατί υποτιμάς τον εαυτό σου;»

«Γιατί δεν είμαι όμορφη Αλέξη. Δεν έχω τίποτα το σπουδαίο. Τα μάτια μου είναι συνηθισμένα, το σώμα μου γεμάτο καμπύλες, τα χείλη μου ξεραμένα. Δεν έχω καμία σχέση με τις κοπέλες που ποζάρουν στα περιοδικά ούτε με εκείνες τις υπέροχες γυναίκες που κυκλοφορούν έξω. Ξες αυτές που δεν περνάνε απαρατήρητες από δίπλα σου. Με τα νύχια τους πάντα φτιαγμένα και τα μαλλιά μόνιμα λες και βγήκαν από το κομμωτήριο. Εγώ δεν είμαι σαν αυτές. Το αγαπημένο μου στυλ είναι μια φαρδιά μπλούζα και ο κότσος επάνω σαν κεφτές όσο ξαπλώνω.»

«Στο έχω πει και παλιότερα είσαι πανέμορφη! Πως μπορείς να μην το βλέπεις;» Ρώτησα και εκείνη χαμογέλασε στραβά

«Απλά μπορώ» απάντησε με ένα ανασήκωμα των ωμών της

Τέντωσα το χέρι μου στην άλλη άκρη του τραπεζιού και δειλά δειλά έπιασα το δικό της φιλώντας τα μακριά, και απαλά δάχτυλα της.

«Ειλικρινά εύχομαι να μπορούσες να δεις τον εαυτό σου μέσα από τα δικά μου τα μάτια. Θα έβλεπες πως είσαι καθετί άλλο εκτός από κάτι το συνηθισμένο. Το χρώμα των ματιών σου είναι υπέροχο, δεν έχω ξαναδεί τόσο βάθος σε βλέμμα, και τα χείλη σου είναι σαρκώδη και απαλά, όχι ξεραμένα και ας μην αναφερθώ στο σώμα σου γιατί έχεις τις αναλογίες που θα ζήλευε κάθε γυναίκα. Και όντως δεν είσαι σαν αυτές που ποζάρουν στα περιοδικά ή κυκλοφορούν στους δρόμους με το ψεύτικο νύχι και τα χαμόγελα γιατί πολύ απλά είσαι αληθινή. Και δεν υπάρχει τίποτα πιο ελκυστικό από την φυσική ομορφιά και την λάμψη που εκπέμπεις μέσα από τα πιο απλά ρούχα. Για αυτό μην συγκρίνεις τον εαυτό σου με τις άλλες, δεν πιάνουν μια μπροστά σου»

«Εγω..ε εννοώ εσυ..» τραύλισε ντροπιασμένη πριν τραβήξει το χέρι της από τη λαβή μου και με κοιτάξει κατάματα «Σε ευχαριστώ»

«Παρακαλώ, λέω μόνο την αλήθεια. Θες να φύγουμε από εδώ και να πάμε να περπατήσουμε;»

«Ναι θέλω»

Πλήρωσα για την παραγγελία μας και στην συνέχεια σηκωθήκαμε για να φύγουμε από το μαγαζί. Μόλις φτάσαμε στη είσοδο, της άνοιξα την πόρτα για να βγει και στην συνέχεια την ακολούθησα σιωπηλός. Περπατούσαμε παράλληλα με τα χέρια μας στις τσέπες και τα βλέμματα μας στον ουρανό, συζητώντας για διάφορα θέματα όπως το τι κάναμε τα περασμένα δυο χρόνια. Μετά από πολλά χιλιόμετρα σταματήσαμε και κάτσαμε σε ένα συντριβάνι που υπήρχε κοντά σε μια σειρά από ταβέρνες. Το μέρος ήταν γεμάτο κόσμο και μπορούσες να ακούσεις διάφορες συζητήσεις και γέλια καθώς και τον ήχο μιας λατέρνας που έπαιζε σε μια γωνία ένας ηλικιωμένος.

«Κύριε θέλετε ένα τριαντάφυλλο για την όμορφη δεσποινίδα;» Ξαφνικά ακούστηκε μια λεπτή φωνή να λέει και κοιτώντας μπροστά μου βρήκα ένα κοριτσάκι να στέκεται, όχι πάνω από εφτά χρόνων με ένα μπουκέτο κόκκινα τριαντάφυλλα στα χέρια της

«Βεβαίως» είπα, βγάζοντας το πορτοφόλι μου από την τσέπη

«Όχι Αλέξη δεν είναι ανάγκη» μου ψιθύρισε εκείνη αλλά την αγνόησα

«Για πες μικρή, πόσα θέλεις για όλα;» Ρώτησα και το πρόσωπο του παιδιού έλαμψε

«Δεκαέξι» είπε και χαμογέλασε

«Παρε είκοσι και κράτα τα ρέστα να πάρεις κάτι για εσένα» είπα και της παρέδωσα τα χρήματα καθώς αυτή μου έδωσε τα λουλούδια

«Σας ευχαριστώ!» Αναφώνησε χαρούμενη και στην συνέχεια έτρεξε μέσα στο πλήθος των περαστικών

«Δεν χρειαζόταν να τα πάρεις για εμένα» είπε την ώρα που της τα έδωσα

«Το ξέρω αλλά το ήθελα, ένα όμορφο λουλούδι για ένα όμορφο μπουμπούκι. Κάνε μου μια χαρη και κράτησε τα κοντά στο πρόσωπο σου όσο βγάζω μερικές φωτογραφίες»

Αμέσως έκανε όπως της είπα και μου επέτρεψε να τραβήξω όσες ήθελα δίχως κάποιο παράπονο.

«Κοίταξε πόσο ωραία φωτογένεια έχεις, να χαμογελάς πιο συχνά, σου πάει» είπα καθώς της έδειχνα μια από αυτές που τράβηξα

«Από πότε είσαι εσυ τόσο γλυκός;» Μουρμούρισε με ελαφρώς βραχνή φωνή

«Από πάντα, απλά δεν το έβγαζα» απάντησα καθώς σήκωσα το βλέμμα μου για να την κοιτάξω με τα πρόσωπα μας να βρίσκονται σε απόσταση αναπνοής

«Στα αλήθεια παίζω με τη φωτιά εδώ πέρα»

«Και τι φοβάσαι;»

«Πως θα καω. Συγγνώμη αλλά θέλω να φύγω»

Είπε και με αυτά τα λόγια σηκώθηκε απότομα και έτρεξε μακριά μου. Αναστέναξα δυνατά απογοητευμένος από την έκβαση των γεγονότων και σηκώθηκα επάνω με τα χίλια ζόρια, παίρνοντας το δρόμο του γυρισμού. Ξαφνικά την ώρα που περνούσα δίπλα από ένα στενό άκουσα κάτι γνώριμες φωνές και χαχανητά.

«Έλα σταμάτα» είπε με μια φωνή όλο νάζι

Έστρεψα το βλέμμα μου προς τα εκεί και πάγωσα στο βήμα μου.

«Κατερίνα;; Άρη;!»

Το κορίτσι που αγάπησα Where stories live. Discover now