Κεφάλαιο δεκαέξι

2.1K 131 1
                                    

Άφησε το τσαντάκι της στην άκρη και έκατσε κάτω στα κρύα μάρμαρα του τάφου αδιάφορη για τα χώματα που γέμιζε το ροζ φόρεμα της. Είχε ένα συμπονετικό βλέμμα στο πρόσωπο της καθώς στριμώχτηκε πιο κοντά μου. Τα μαύρα της μάτια έλαμπαν υπό το φως του ηλίου ενώ τα χείλη της ήταν κατακόκκινα και λαχταριστά. Έτσι όπως είχε περιποιηθεί τον εαυτό της ήταν πιο ακαταμάχητη από ποτέ. Με δυσκολία συγκράτησα τον εαυτό μου από το να απλώσει κανένα χέρι να την αγγίξει. Ήθελα τόσο πολύ να την σφίξω στην αγκαλιά μου.

Ξαφνικά άπλωσε το δεξί της χέρι προς τη μεριά μου και με απαλές κινήσεις σκούπισε τα ξεραμένα μου δάκρυα.

«Το ερώτημα γλυκέ μου δεν είναι τι γυρεύω εγώ εδώ αλλά εσυ» είπε με μια καθησυχαστική φωνή

«Εγώ να..εγώ απλά..» τραύλισα ανήμπορος να αρθρώσω έστω και μια λέξη

«Εσυ τι; Εσυ θα έπρεπε να είσαι στην εκκλησία και να παντρεύεσαι ή έστω στο μετέπειτα γλέντι. Είναι η σπουδαιότερη και σημαντικότερη μέρα της ζωής σου. Θα έπρεπε να βρίσκεσαι δίπλα στην γυναίκα σου και όχι στον αδικοχαμένο φίλο σου»

«Εγώ μικρή δεν παντρεύτηκα» μουρμούρισα ντροπιασμένος

Το βλέμμα της σκοτείνιασε απότομα και η έκφραση του προσώπου της άλλαξε αστραπιαία από ανήσυχη και προβληματισμένη σε δυσαρεστημένη.

«Τι εννοείς Αλέξη δεν παντρεύτηκες; Εγώ η ίδια παρέδωσα τις βέρες στον Αντρέα όσο ο ιερέας σας πάντρευε»

«Όταν με ρώτησε αν την δέχομαι για γυναίκα μου είπα όχι»

«Τι;!» Αναφώνησε δυνατά εμφανώς μπερδεμένη από την ξαφνική τροπή των γεγονότων «γιατί;;!»

«Γιατί δεν μπορούσα Ελευθερία!! Δεν μου φαινόταν σωστό»

«Γιατί δεν σου φαινόταν σωστό;; Αφού ήταν κάτι το οποίο το ήθελες. Εσυ είσαι καιρό μαζί της και σήμερα ήταν η μεγάλη σας μέρα. Ω Θεέ μου εγώ φταίω, εγώ τα κατέστρεψα όλα, σε φίλησα και σε ανακάτωσα. Δεν το πιστεύω, μπήκα ανάμεσα σε ένα ευτυχισμένο ζευγάρι, είμαι μια αντροχωρίστρα» μονολόγησε περιφερόμενη στο χώρο

Σηκώθηκα επάνω και με μια κίνηση την έπιασα από τους ώμους και την ακινητοποίησα. Αμέσως πάγωσε στη θέση της και δειλά ανύψωσε το βλέμμα της για να με κοιτάξει. Το ένα μου χέρι βρήκε το δρόμο του στο λαιμό της χαϊδεύοντας τον τρυφερά.

«Μικρή εσυ δεν ευθύνεσαι για τίποτα, μην ξεχνάμε πως εγώ ήμουν αυτός που σε φίλησε στο μαγαζί και όχι εσυ εμένα. Δεν ήθελα στα αλήθεια ποτέ να παντρευτώ την Κατερίνα, ήταν μια ανόητη πρόταση που έκανα πάνω στην θολούρα του ποτού. Και όταν πλέον ήμουν νηφάλιος είχα ήδη χωθεί βαθειά στο θέμα μου δεν μπορούσα να κάνω πίσω. Ή τουλάχιστον δεν είχα το θάρρος να το τολμήσω μέχρι που σε είδα. Δεν την αγαπώ, ποτέ δεν την αγάπησα, ήμουν έτοιμος να κάνω το μεγαλύτερο λάθος της ζωής μου εξαιτίας μιας χαζομάρας. Και θα ήταν άδικο και για την ίδια να δεσμευτούμε για μια ζωή από την στιγμή που..» κόμπιασα και θα ορκιζόμουν πως στα μάτια της είδα να αστράφτει μια ελπίδα

Το κορίτσι που αγάπησα Where stories live. Discover now