Κεφάλαιο δεκαοκτώ

Start from the beginning
                                    

«Εντάξει απλά δεν θέλω να φαίνομαι σαν κανένας χιπστεράς»

«Και ούτε εγώ θέλω να σε κάνω να φαίνεσαι έτσι. Θέλω να έχεις απλώς ένα στυλ πιο κοντά στη ηλικία σου. Τώρα πριγκιπέσα πάνε φόρεσε και τα άλλα»

«Τι πριγκιπέσα ρε ηλίθιε;! Δεν είμαι γυναίκα» αναφώνησα ενώ αυτός ξέσπασε σε γέλια

«Αφού κάνεις δέκα ώρες να αλλάξεις» είπε, τραβώντας μου την κουρτίνα

«Αντρέα σταμάτα να γελάς αλλιώς θα σηκωθώ να φύγω»

«Καλά χαλάρωσε μις υφήλιε»

«Αντρέα!»

«Εντάξει σκάω»

Δοκίμασα και τα υπόλοιπα σύνολα και ήταν εξίσου ωραία. Αφού τελειώσαμε, πλήρωσα για τα ρούχα με την πιστωτική και φύγαμε από το κατάστημα. Στην συνέχεια περπατήσαμε προς το κέντρο της πόλης μέχρι που σταμάτησε έξω από ένα μαγαζί.

«Τελευταία μας στάση εδώ» είπε, ανοίγοντας την πόρτα 

Κοίταξα την ταμπέλα και κρύος ιδρώτας με έλουσε.

«Δεν υπάρχει περίπτωση να μπω!» Φώναξα έτοιμος να τρέξω

«Και όμως θα μπεις» είπε, τραβώντας με από τον γιακά

«Όχι! Βοήθεια! Με απαγάγουν!»

«Σκάσε ρε βλάκα! Είναι απλώς τρίχες»

Με τα χίλια ζόρια κατάφερε να με κάνει να μπω μέσα στο μπαρμπέρικο. Με το που μας είδε ο μπαρμπέρης μας έριξε το πιο ζεστό του χαμόγελο και με κατεύθυνε προς την καρέκλα που θα καθόμουν. Έκατσα κάτω όσο εκείνος έλουσε το μαλλί μου και στην συνέχεια ξεκίνησε να με κουρεύει με οδηγίες του Αντρέα. Όταν τελειώσαμε το μαλλί μου ήταν τελείως διαφορετικό από πριν ενώ τα γένια μου ήταν κοντοκουρεμένα και περιποιημένα.

Αφού φύγαμε και από το κομμωτήριο επιστρέψαμε στο διαμέρισμα μου για να κάνω ένα γρήγορο ντουζ και να βγούμε. Μπήκα στη μπανιέρα και ξέπλυνα γρήγορα το σώμα μου με λίγο αφρόλουτρο φράουλας πριν ξεκινήσω να ντύνομαι. Ο Αντρέας με παρότρυνε να φορέσω ένα από τα καινούργια σύνολα έτσι κατέληξα να φοράω μια γκρι κολλητή στο σώμα μπλούζα με ένα ριχτό, μονόχρωμο, βεραμάν, ανάλαφρο πουκάμισο σε συνδυασμό με ένα μπλε τζιν με λίγα σκισίματα και σκούρα μπλε σταράκια.

Εξήλθα από το δωμάτιο και το σφύριγμα του ήχησε σε όλο το σπίτι. Το μάκρος των μανικιών του πουκάμισου έφτανε μέχρι λίγο πιο πάνω από τους καρπούς ενώ τα υπόλοιπα ρούχα αναδείκνυαν το σώμα μου. Τα μαλλιά μου ήταν κοντοκουρεμένα στα πλάγια με σχέδιο δυο παράλληλες γραμμές από την μια πλευρά ενώ η φράντζα ήταν αρκετή, φτιαγμένη προς τα πλάγια και πίσω. Θαύμασα λίγο την αντανάκλαση μου στο καθρέφτη και όφειλα να παραδεχτώ πως ήμουν ωραίος.

«Προτού φύγουμε μια τελευταία πινελιά» είπε και πέρασε στο λαιμό μου την φωτογραφική μου κάμερα «τώρα είσαι τέλειος»

«Έτσι όπως είμαι μου θυμίζει πως ήμουν κάποτε στο λύκειο»

«Τότε που ήσουν γλυκός και ρομαντικός;»

«Ναι, πριν πληγωθώ και κερατωθώ από τον πρώτο μου έρωτα και πριν ψυχράνω μια και καλή»

«Νομίζω πως είναι καιρός να ξαναβγάλεις προς τα έξω εκείνη την εκδοχή του εαυτού σου. Κάτι μου λέει πως πεθαίνει για να βγει»

«Και αν δε αρέσει σε κανέναν; Και αν πληγωθώ ξανά;» Ρώτησα ανήσυχος

«Ποτέ δεν θα μάθεις αν δεν δοκιμάσεις. Και μην ανησυχείς δεν υπάρχει περίπτωση να μην αρέσεις έτσι. Ο πραγματικός σου εαυτός θα λατρευτεί πιο πολύ από την τωρινή σου ψυχρότητα»

«Εντάξει»

«Πάμε τώρα;»

«Πάμε»

Εξήλθαμε από το διαμέρισμα και μαζί περπατήσαμε στο στέκι της γειτονιάς. Εκεί μαζεύονταν οι περισσότερες παρέες καθώς το ίδιο και η παρέα του Άρη και της Εβελίνας. Μόλις μπήκαμε στη διόροφη καφετέρια το πρώτο πράγμα που αντίκρισα ήταν η ελευθερία. Καθόταν σε μια γωνία και έπινε το κλασικό της κρύο τσάι κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο.

«Αντρέα είναι και αυτή εδώ» του ψιθύρισα και αυτός απλά μου χαμογέλασε

«Το ξέρω. Εγώ την κάλεσα εδώ, υποτίθεται θα πίναμε καφέ εγώ και αυτή να τα πούμε σαν φίλοι. Τώρα είναι η ευκαιρία σου. Καλή τύχη» είπε και με έσπρωξε προς το τραπέζι της πριν αυτός φύγει

Το είχε στήσει εξαρχής και όλο αυτό που έκανε ήταν απλά μέρος του σχεδίου του. Πήρα μια βαθειά ανάσα και την πλησίασα διστακτικά πριν σταθώ και την τραβήξω μια φωτογραφία. Με το που άκουσε το ήχο του φλας το βλέμμα της στράφηκε προς τα εμένα.

«Αλέξη;» Ρώτησε κάπως δύσπιστα

«Γεια μικρή»

Το κορίτσι που αγάπησα Where stories live. Discover now