37.

1K 56 30
                                    

Δυο μέρες μετά

Ισμήνη

Ανοίγω τα μάτια μου απότομα και αμέσως τυφλώνομαι από το φως.

Μόλις συνηθίσω το φως, βλέπω μηχανήματα γύρω μου και καταλαβαίνω πως είμαι σε νοσοκομείο.

Εικόνες από το ατύχημα περιστρέφονται στο μυαλό μου και κλείνω τα μάτια μου.

Βγάζω τα σωληνάκια από τα χέρια μου και σηκώνομαι από το άβολο κρεβάτι.

Βάζω τα ρούχα που βρίσκονται πάνω στην καρέκλα και μόλις τα φοράω, καταλαβαίνω πως είναι δικά μου.

Πηγαίνω στο μπάνιο και ρίχνω κρύο νερό στο πρόσωπό μου, ενώ με μια αχρησιμοποίητη οδοντόβουρτσα μιας χρήσης πλένω τα δόντια μου.

Πιάνω τα μαλλιά μου μια ψηλή αλογοουρά με ένα λαστιχάκι και βγαίνω από το μπάνιο.

Φοράω τα παπούτσια μου και βγαίνω από το δωμάτιο, ενώ βρίσκομαι αντιμέτωπη με τους γονείς μου, τους γονείς του Στέφανου, τα άλλα δυο ζευγαράκια της παρέας, τον Ανδρέα και τον Σταύρο.

Στηρίζομαι στην πόρτα λόγω μιας μικρής ζάλης, αλλά συνέρχομαι γρήγορα.

Ισμήνη- Θέλω καφέ και κάτι να φάω, αν γίνεται!

Λέω ο Ανδρέα πηγαίνει στο κυλικείο, αφού πρώτα με αγκαλιάσει.

Η μαμά μου από τότε δεν με βγάζει από την αγκαλιά της και κλαίει. Τώρα γιατί, δεν ξέρω..

Ισμήνη- Ρε μαμά, ηρέμησε! Δεν πέθανα κιόλας!

Λέω, αλλά τότε κλαίει ακόμα πιο δυνατά.

Ισμήνη- Καλά, τι της δώσατε όσο κοιμόμουν;

Ρωτάω και ο μπαμπάς μου την τραβάει ευγενικά από πάνω μου, της χαμογελάω και σκουπίζω τα δάκρυά της.

Ισμήνη- Δεν θα με ξεφορτωθείτε τόσο γρήγορα!

Λέω και σκάω ένα χαμόγελο, κάνοντάς την να γελάσει ελαφρά.

Αφού με αγκαλιάζουν και με φιλήσουν όλοι τους, παίρνω το φαΐ μου από τα χέρια του Ανδρέα και τρώω μια μεγάλη μπουκιά από την τυρόπιτά μου.

Μόλις καταπιώ, πίνω μια γουλιά από τον καφέ μου και τους κοιτάω όλους έναν - έναν, που συζητάνε χαμηλόφωνα για κάτι που δεν καταλαβαίνω.

Ισμήνη- Τώρα για πείτε μου... Πού είναι ο Στέφανος;

Ρωτάω και μια νεκρική σιγή πέφτει στον διάδρομο και κανείς δεν απαντάει σε αυτό που ρώτησα.

The Not So Good Girl Changes EverythingWhere stories live. Discover now