🔥30🔥

119 30 4
                                    

Σοφίας Ρον

Βγαίνω από την αγκαλιά του και τον κοιτάζω μαγεμένη. Παρατηρώ τις γωνιές του προσώπου του και και εξετάζω τα πανέμορφα σκοτεινά μάτια του. Φαίνεται πιο χαλαρός, έχει μια στητη κορμοστασιά, είναι περήφανος.

《 Οι δικοί μου. 》 Ξεκινάω να πω αλλά εστιάζω βαθύτερα στα μάτια του και καταλαβαίνω πως όλα τελειώνουν - θα τελειώσουν.

《 Ήρθες για το αντίο! Θα με σκοτώσεις! Για αυτό με έφερες σε αυτόν τον άνθρωπο! Για να πεθάνω χαρούμενη τουλάχιστον. 》 Βουρκωνω και το βλέμμα μου πέφτει πάνω στον Μάριο ο οποίος κοιτάζει χαμηλά με ντροπή και έναν εκνευρισμο ανεξήγητο.

《 Μικρή μου δεν ξέρεις τι λες. Ηρέμησε. 》 Απαντά ψύχραιμα και κλείνει την πόρτα που δεν είχα παρατηρήσει καν ότι ήταν ανοιχτή. Καθόμαστε στο σαλόνι. Ο Σωτήρης στην πολυθρόνα και εγώ με τον Μάριο στον καναπέ ως συνήθως. Σέρνομαι κοντά στον Μάριο και ακουμπάω πάνω του κερδίζοντας ενα οργισμένο βλέμμα από τον Σωτήρη.

Κανένας δεν λέει τίποτα, κάνεις δεν κινείται ώσπου ο Μάριος σηκώνεται και κλείνεται στο δωμάτιο του λες και ήταν συνεννοημενος με τον Σωτήρη ο οποίος κάθεται πλέον, δίπλα μου.

Με το δεξί του χέρι χαϊδεύει τα φρεσκολουσμενα μαλλιά μου ενώ με το άλλο σηκώνει το πηγούνι μου στο ύψος του προσώπου του. Τα ματια του καρφωμένα στα δικά μου και τα χείλη του είναι μισάνοιχτα σαν να θέλει να πει πολλά άλλα να μην μπορεί, να τον εμποδίζει κάτι.

《 Πες το. 》 Τον ενθαρρύνω με την πιο γλυκιά φωνή που έχω.
《 Τώρα που είμαστε μόνοι μας. 》

《 Θα μου λείψεις. Αλλά να ξέρεις πως σε αφήνω σε καλά χέρια. Δεν θα μπορούσα να σε σκοτώσω. Θα ήταν σαν να σκοτώνω το πιο φωτεινό, καλό, αισιόδοξο, όμορφο, ανθρώπινο κομμάτι του εαυτού μου. Όσο περίεργο και αν σου φαίνεται με άλλαξες. Με έκανες να αισθανθώ. Είχα τόσο καιρό να αγαπήσω, να νοιαστω, να λυπηθώ για έναν άνθρωπο. Είχα βάλει τα συναισθήματα μου στην σιγαση, όπως και την συνείδηση μου, και εσύ ήρθες και τους έδωσες φωνή και νόημα. Εξαιτίας σου θυμήθηκα για λίγες μόνο στιγμές πως ειμαι άνθρωπος. Για λίγες μόνο στιγμές. 》 Τα δάκρυα μου βρέχουν τα χέρια του, τα ρούχα μου, το δέρμα μου.

《 Άστα όλα αυτά και πάμε να φύγουμε Σωτήρη. Μπορούμε ακόμα. 》 Καταφέρνω να πω ανάμεσα στους λυγμούς μου.

《 Θα το ήθελα πολύ. Αλλά τα τέρατα μένουν τέρατα. Και πλέον ανήκω σε αυτά. Ευχαριστώ για τον χρόνο σου. Για την αγάπη σου και ας μην το αξίζω. Χαίρομαι που με αγαπάς τώρα γιατί θα με σιχαθείς μετά. Δεν ανήκεις στον κόσμο μου ούτε εσύ στον δικό μου. Βλέπεις τα τέρατα δεν έχουν διαμάντια. 》 Ξαφνικά ενώνει τα χείλη μας και με τραβάει πάνω του δυναμωνοντας το φιλί.

Ο δικός μου δολοφόνος|✔Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα