Η Νοέλια ήθελε απεγνωσμένα να μιλήσει. Να τον ρωτήσει γιατί συνέβαιναν όλα αυτά, κι αν ο ίδιος αντιλαμβανόταν πως της κατέστρεφε τη ζωή, έχοντας την κλεισμένη μέσα σε εκείνο το απόμερο δωμάτιο.

  Έπειτα από μερικά λεπτά, που έμοιαζαν με αιώνα, ο Λεονάρντο επανάφερε την προσοχή του πάνω της. Η έκφρασή του ήταν δυσοίωνη, λες και το γέλιο που είχε ακούσει να βγαίνει απ’ τα χείλη του πριν λίγο, άνηκε στην φαντασία της.

  «Καλύτερα να πλυθείς για το…» έκανε μια παύση και αφού σκέφτηκε για λίγο, συνέχισε: «θα σου εξηγήσω αργότερα. Απλά πλύσου και βρες κάτι όμορφο να φορέσεις».

  Πήγε να φύγει, αλλά η φωνή της Νοέλια τον διέκοψε τη στιγμή που κατέβασε το χερούλι. «Που θα βρω ρούχα;».

  «Θα πω να σου φέρουν».

  Και μ’ αυτά τα λόγια έφυγε.

  Η Νοέλια σηκώθηκε γρήγορα απ’ το κρεβάτι και έτρεξε προς την πόρτα, τη στιγμή που το κλειδί γύρισε στην κλειδαρότρυπα, σβήνοντας και τα τελευταία στίγματα ελπίδας που έτρεφε μέσα της. Ήλπιζε πως ο Λεονάρντο θα ξεχνούσε να κλειδώσει, αλλά μάλλον δεν έπρεπε καν να της περάσει απ’ το μυαλό. Απελπισμένη, κατευθύνθηκε στη μικρή συρταριέρα που έστεκε πλάι στην πόρτα και άνοιξε το πρώτο συρτάρι, ψάχνοντας για μια πετσέτα. Όσο κι αν δεν ήθελε να υπακούσει στις διαταγές του, έπρεπε να το παραδεχθεί…βρωμούσε ολόκληρη.

Έπειτα από μισή ώρα κλεισμένη στο μπάνιο, η Νοέλια αποφάσισε πως έπρεπε να αρχίσει να ετοιμάζει ένα σχέδιο απόδρασης. Ήξερε πως το να διαφύγει μέσα απ’ το σπίτι ήταν αδύνατο, οπότε έπρεπε να σκεφτεί τις κινήσεις της αφού έβγαινε από αυτό. Ήταν ολοφάνερο πως ο Λεονάρντο σκόπευε να την πάρει μαζί του κάπου…κάπου όμορφα αν έκρινε από τα φορέματα που βρήκε το κρεβάτι της μόλις βγήκε απ’ το μπάνιο.

  Ήταν όλα μακριά και μεταξωτά με όμορφα σχέδια και χρώματα, ενώ το καθένα κοσμούταν με γυαλιστερές πέρλες και μικρά διαμάντια. Τα κοίταζε με θαυμασμό και ένιωθε κάπως όμορφα ξέροντας πως όλα είχαν επιλεχθεί αποκλειστικά για εκείνη. Ωστόσο, κάθε καλή σκέψη που έκανε, συνοδευόταν με μια άσχημη. Φοβόταν πολύ για το μέλλον, τι επρόκειτο να συμβεί αν δεν ακολουθούσε τις διαταγές του κ. Μελέντεζ, καθώς και αν υπήρχε περίπτωση να πεθάνει ολομόναχη, χωρίς την Έμμα και τους υπόλοιπους φίλους της να κλαίνε για εκείνη. Πάνω από όλα όμως, εκείνο που δεν έλεγε να φύγει απ’ το μυαλό της ήταν εκείνο το «γιατί». Γιατί έγιναν όλα αυτά; Γιατί και πως μπλέχτηκε σε όλα αυτό; Και το κυριότερο, ποιος βρισκόταν πίσω από όλα;

Ίντριγκες Και ΠάθηΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα