Part 13

64 3 0
                                    

  Έτσι η Aph σοκαρισμένη απ' αυτά που μόλις είχε ζήσει, συνέχισε να τον κοιτάει. Ήταν μπερδεμένη. Το πρόσωπο της έτσι έδειχνε. Τα καστανά της μάτια φανέρωναν θλίψη και θυμό γι' αυτά που έγιναν και ειπώθηκαν, αλλά δε μπορούσε όσο κι αν προσπαθούσε να κρύψει τη χαρά της που τον είδε μετά απο τόσο καιρό. Που ήταν ζωντανός. Παρόλα αυτά, είχε καταλάβει ότι κάτι άλλο είχε συμβεί. Κάτι είχε αλλάξει. Ο Louis είχε αλλάξει. Γιατί; Τι έπαθε; Στις ειδήσεις μια χαρά φαινόταν. Λες και ήταν δύο διαφορετικοί άνθρωποι ο Louis από τις ειδήσεις και αυτός ο Louis που μόλις είχε αντικρίσει. Και δεν ήταν διαφορετικός μόνο από αυτό που είχαν δείξει οι ειδήσεις, αλλά και από αυτό που είχε δει και συνηθίσει η Αφροδίτη. Μήπως τελικά δεν τον ήξερε τόσο καλά όσο -τουλάχιστον- ήθελε να πιστεύει; Μήπως τελικά τόσο καιρό αυτός ο Louis που έβλεπε δεν υπήρχε; Τον είχε φανταστεί ή αυτός είχε υποκριθεί; 

  Τα μαύρα της μαλλιά ανέμιζαν εδώ κι εκεί λόγω του αέρα που είχε εμφανιστεί ξαφνικά. Σκέφτηκε πως ο Θεός της ίσως ένιωσε την θλίψη της, διαισθάνθηκε τις αμφιβολίες της και άκουσε την ανακατοσούρα που υπήρχε στο μυαλό της και ήθελε να της τα πάρει μακριά, να την βοηθήσει να ηρεμήσει, να γαληνέψει. Γιατί ως κόρη μιας συνηθισμένης ελληνικής αστικής οικογένειας που τηρούσαν τα έθιμα και πίστευαν στο Θεό είχε μάθει να του έχει εμπιστοσύνη και στα δύσκολα να στρέφεται σε αυτόν. Ποτέ δεν έκανε απρεπή πράγματα. Ήταν γενικά συγκρατημένη κοπέλα. Ίσως πιο πολύ καταπιεσμένη. Πάντα όμως ήξερε ότι δεν ήταν για την Ελλάδα. Το ένιωθε. Ήταν για άλλα πράγματα, πολύ διαφορετικά. Εκεί ένιωθε να πνίγεται από τα πάντα και τους πάντες. Ορισμένες φορές ακόμα και από τη μητέρα της που αγαπούσε περισσότερο από τον καθένα. Έτσι σε μιά ακόμα στιγμή αδυναμίας της χωρίς καν να το καταλάβει απευθύνθηκε προς τον Θεό της περιμένοντας βοήθεια, λύση ή λύτρωση. Έτσι είχε μάθει. Να πιστεύει σε κάτι ανώτερο που της δίνει δύναμη να συνεχίσει και ακόμα ακόμα να τη σώσει την κατάλληλη στιγμή. 

Το σώμα της τελείως ακίνητο, γυρισμένο προς το μέρος που είχε σταματήσει αυτός και στεκόταν. Την κοιτούσε σαν να είχε μετανιώσει για όσα είχε ξεστομίσει, αλλά στην πραγματικότητα δεν είχε μετανιώσει τίποτα. Ούτε μία τελεία. Στέκονταν ο ένας απέναντι από τον άλλον έχοντας μεγάλη απόσταση μεταξύ τους. Τουλάχιστον 14 βήματα. Το ήξερε καλά ότι τόση απόσταση είχαν, καθώς τα μετρούσε όσο αυτός απομακρυνόταν. Το σώμα της πονεμένο, κουρασμένο, κυρτό προς τα μπροστά. Ήταν μια κανονική κοπέλα. Και σε ύψος και σε βάρος. Δε θύμιζε σε τίποτα τις κοπέλες από την Αγγλία που έβλεπε ολόκληρα χρόνια τώρα. Εκτός των άλλων, εκείνες είχαν και αυτοπεποίθηση. Η Αφροδίτη δεν είχε ποτέ. Ποτέ δεν προσπάθησε να αποδεχτεί τον εαυτό της. Ποτέ δεν θεώρησε ότι είναι καλή, έξυπνη, όμορφη ή οτιδήποτε άλλο. Αυτά πίστευε ότι είναι χαρίσματα άλλων και ότι ποτέ δε θα μπορούσε να τα έχει. Αυτό το "ποτέ" υπήρχε παντού και της στερούσε πολλά πράγματα, εμπειρίες, στιγμές, διασκέδαση, την ίδια της τη ζωή. Αλλά δεν το έβλεπε. Αυτή η ταπεινότητα και η χαμηλή αυτοεκτίμηση την εμπόδιζαν να πάει μπροστά. Γι' αυτό και όσο στεκόταν απέναντι του είχε χαμηλώσει το κεφάλι ως ένδειξη ντροπής αλλά και της ανικανότητας της να μιλήσει και να βρει το δίκιο της.

   Ο Louis, αντιθέτως, στεκόταν γεμάτος ικανοποίηση και αυτοπεποίθηση. Είχε και αυτός το σώμα του λίγο κυρτό προς τα μπροστά. Το ένα του χέρι στην τσέπη, το άλλο τίναζε τη στάχτη που είχε πέσει πάνω του. Εξακολουθούσε να καπνίζει το τσιγάρο του χαλαρός σαν να μην είχε συμβεί τίποτα ενώ την κοιτούσε επίμονα και προκλητικά σαν να ήθελε να δει μέχρι που φτάνει η αντοχή της και αυτή η σιωπή. Η Αφροδίτη δε μιλούσε. Κάποια στιγμή σήκωσε το κεφάλι και σαν να πήγε να πει κάτι αλλά το βλέμμα του της έκοψε τη φόρα. 

  Η Aph νόμιζε ότι είχε περάσει περίπου μία βασανιστική αιωνιότητα παρόλο που στην πραγματικότητα είχαν περάσει μετά βίας μόλις δύο ή τρία λεπτά. Ο Louis έπιασε με τον αντίχειρα και το δείκτη του το πλέον μισοτελειωμένο τσιγάρο και το τράβηξε γρήγορα από το στόμα του. Έπειτα, έχοντας ακόμα το ένα χέρι στην τσέπη και κοιτάζοντας κάτω πια, το πέταξε κάτω και το πάτησε με δύναμη μέχρι να σβήσει και η πιο μικρή σπίθα. Το βλέμμα του σηκώθηκε για να ξανασυναντήσει το δικό της. Τώρα πλέον πιο ήρεμος της φώναξε "I have a surprise for you. Come with me" και περίμενε την απάντηση της. Μια απάντηση που δεν ήρθε ποτέ. Η Aph σήκωσε αποφασιστικά το κεφάλι της και απομάκρυνε το βλέμμα της από πάνω του. Άρχισε να περπατάει προς το σπίτι της ώσπου και έφτασε πολύ γρήγορα καθώς ήταν δίπλα. Έτσι απλά τον άφησε σύξυλο να περιμένει κοιτάζοντας την. Δεν την ενδιέφερε η έκπληξη του. Δεν ήθελε να μάθει. Δεν ήθελε να γνωρίζει τίποτα για αυτόν πλέον. Πόσο μάλλον για να του επιτρέψει να της ετοιμάζει εκπλήξεις. Δεν αξίζει ούτε τον χρόνο της ούτε τον κόπο ούτε τον ίδιο της τον εαυτό. Γιατί η Aph όταν αγαπούσε, άλλαζε. Γινόταν αυτό που κάθε φορά ήθελε ο τότε σύντροφος της ή και όχι απαραίτητα σύντροφος. Όταν αγαπούσε, δινόταν ολοκληρωτικά. Δεν κρατούσε τίποτα για τον εαυτό της. Τα έδινε όλα ολόψυχα. Και ήξερε πως αν άρχιζε από τώρα να του δίνεται ενώ ακόμα καν δεν τον αγαπάει, στη συνέχεια αν ήταν μαζί τι θα γινόταν; Πόσα θα άντεχε γι' αυτόν;

MomentsΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα