Part 3

88 8 3
                                    

  Άνοιξα τα μάτια μου. Πού είμαι; Γύρω μου μόνο ένα άσπρο άψυχο δωμάτιο. Μία ανθοδέσμη ακουμπισμένη στο τραπεζάκι έδωσε χρώμα και ένα διαφορετικό τόνο στο δωμάτιο. Κανένας δίπλα μου. Μα ποιός περίμενα άλλωστε να είναι δίπλα μου; Δεν έχω κανέναν εδώ. "Τι συμβαίνει;", αναρωτήθηκα. Ακούμπησα τις παλάμες μου στο πρόσωπο μου και έκλεισα τα μάτια μου θέλοντας να φέρω στο νού μου έστω την παραμικρή λεπτομέρεια που θα με βοηθούσε να λύσω το μυστήριο του πως βρέθηκα εδώ. Κενό. Στη μνήμη μου επικρατούσε ένα χάος. Δεν ήμουν ικανή να θυμηθώ πως βρέθηκα εδώ και γιατί, αλλά μνήμες από την παιδική μου ηλικία έρχονταν στο φως. Θυμήθηκα μέχρι και τον πατέρα μου να φωνάζει στη μητέρα μου ότι ποτέ δεν την αγάπησε και ότι εμείς αποτελέσαμε εμπόδιο στη ζωή του χτυπώντας πίσω του την πόρτα. Είχα προσπαθήσει πολύ να ξεχάσω αυτήν τη μέρα, τη μέρα που μας άφησε ο πατέρας μου. Τη μέρα που συνειδητοποίησα ότι ποτέ δε μας αγάπησε. Ήταν πλήγμα για εμένα εκείνη η μέρα. Εκείνη την ημέρα σταμάτησα να εμπιστεύομαι τους ανθρώπους. Έχασα την πίστη μου σε αυτούς. Συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου μου του εαυτού. Μακάρι να την είχα ξεχάσει και να μπορούσα να έχω μια φυσιολογική ζωή, όπως όλοι. Αλλά όπως φαίνεται δεν τα κατάφερα. Το μόνο πρόσφατο πράγμα που θυμόμουν ήταν ένα πράγμα. Ένα όνομα. Louis. Όσο κι αν προσπάθησα, δε θυμόμουν ποιος ήταν. Ή γιατί είχε χαραχτεί τόσο έντονα στη μνήμη μου.

Εκείνη τη στιγμή ήρθε μια νοσοκόμα στο δωμάτιο. Περπατούσε προς το μέρος μου. Δε με κοίταξε καν. Φαινόταν ότι δεν ήθελε να μιλήσει. Παρόλα αυτά όμως την κοιτούσα περιμένοντας να μου εξηγήσει. Να μου πει μια λέξη, το οτιδήποτε. Αλλά ούτε καν προσπάθησε. Ούτε καν με κοίταξε. Παρέμενε ανέκφραστη όση ώρα ήταν μαζί μου. Ψυχρή. Και αγέλαστη. Απλά με εξέτασε και έφυγε, μεγαλώνοντας έτσι την αγωνία μου για το τι μου συνέβη. Οι ελπίδες μου ναυάγησαν. Έπρεπε να θυμηθώ μόνη μου. Καθώς προσπαθούσα να θυμηθώ κάτι, έστω και το πιο ασήμαντο πράγμα, η πόρτα ξανάνοιξε. Αλλά λίγο. Ένα αγόρι εμφανίστηκε. Ακουμπούσε στο κούφωμα της πόρτας με το δεξί του ώμο και έγειρε το κεφάλι του προς τα μέσα για να φανεί. Δύο μπλέ μάτια με κοίταξαν. Ανατρίχιασα. Γεμάτα αγωνία με εξέτασαν προσεχτικά σαν να ήθελαν να ελέγξουν αν είμαι αρτιμελής. Αχ, αυτά τα μάτια. Ποιός να είναι άραγε; Και γιατί με κοιτούσε; "Louis. Here you are. I've been looking for you everywhere.", είπε μια φωνή και το αγόρι τράβηξε την πόρτα να κλείσει αφήνοντας με για άλλη μια φορά μόνη μου. Louis; Louis; Louis; Το όνομα του επαναλαμβανόταν εκατοντάδες, χιλιάδες, εκατομμύρια φορές μέσα στο μυαλό μου κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε και τα μάτια του είχαν στοιχειώσει το μυαλό μου. Λες και ήταν το κλειδί για μια πόρτα. Αλλά για ποιά πόρτα;

MomentsΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα