Κεφάλαιο 7

93 16 0
                                    

Το πρωί σηκώθηκα νωρίς. Έπρεπε να αφήσω το δωμάτιο και να κατεβάσω τα πράγματά μου στην κεντρική πλατεία. Εκεί θα έπαιρνα το πρωινό μου μέχρι να έρθει το δρομολόγιο του ΚΤΕΛ που περνούσε από την πλατεία για να πάρει τον κόσμο. Ήταν ένα δρομολόγιο που γινόταν μια φορά την εβδομάδα και πήγαινε μέσα από κάθε χωριό. Ήταν πραγματικά χρήσιμο, μα πραγματική ταλαιπωρία μέχρι να φτάσει στα Γιάννενα και από εκεί να φύγει για την Αθήνα.

Κατεβάζοντας τα πράγματά μου στην πλατεία, καλημέρισα τον ιδιοκτήτη του ξενώνα. Εκείνος βιαστικά μου έκανε ένα νεύμα και έτρεξε προς τα έξω. Τον ακολούθησα να δω τι συμβαίνει. Δύο τρεις συγχωριανοί μιλούσαν αναστατωμένοι με μια γιαγιά. Η γιαγιά έμοιαζε εκατό χρονών και κρατούσε ένα μπαστούνι στο χέρι. Αργότερα θα μάθαινα πως έμενε μόνη της με τις γίδες της και τις έβοσκε όλη μέρα στις βουνοπλαγιές. Με πλησίασε ο γείτονας του κύριου Κ.

«Είχες δίκιο! Ο Κώστας εξαφανίστηκε!»

Τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα! «Πώς έγινε αυτό;»

«Η βάβω* τον χαιρέτησε το πρωί στο παγκάκι. Της έκανε εντύπωση που ήταν εκεί πρωί. Κοίταξε σε κάποια γίδα της για ένα λεπτό και όταν γύρισε δεν ήταν εκεί. Φυσικά δεν είναι ούτε σπίτι. Θα έπεσε από τον γκρεμό!»

Ξέχασα την ίδια στιγμή και το ΚΤΕΛ και τα πάντα. Ήξερα πως είχε βάλει στο μυαλό του την αυτοκτονία και όμως προτίμησα να πάω στο κρεβατάκι μου και να κοιμηθώ. Διαβάζουμε τόσα κάθε μέρα στο διαδίκτυο για την κατάθλιψη και λέμε πως μπορούμε να προλάβουμε κάποιον, να τον καταλάβουμε και όταν συμβαίνει πολλές φορές αδιαφορούμε. Και όταν το κακό έρθει, είμαστε σοκαρισμένοι, σαν να ήταν κάτι απρόσμενο, τη στιγμή που οι ίδιοι διαλαλούσαμε πως το περιμέναμε. Αυτός ο άνθρωπος έγινε το βάρος με το οποίο έπρεπε να ζήσω. 

Οι υπόλοιποι χωριανοί σιγά σιγά μαζεύονταν στην πλατεία. Η είδηση μαθεύτηκε από στόμα σε στόμα. Είχα ήδη ειδοποιήσει την αστυνομία και κλιμάκιο της ΕΜΑΚ. Οργάνωναν ομάδες που θα έψαχναν σε κάθε κατεύθυνση. Οι βοσκοί είπαν ότι θα έψαχναν έξω στις πλαγιές και κάποιοι άλλοι που κυνηγούσαν και ψάρευαν χώρισαν τα μέρη στο ποτάμι και μέσα στο δάσος. Εγώ έφυγα με μια από τις ομάδες του δάσους. Θα ξεκινούσαμε κοντά από το παγκάκι.

Μόλις φτάσαμε εκεί, έτρεξα προς την άκρη του γκρεμού. Προσπαθούσα να βρω ένα σημάδι του. Να καταλάβω αν έπεσε στο κενό ή αν τελευταία στιγμή, με το ένστικτο της αυτοσυντήρησης να παίρνει τον έλεγχο άπλωσε τα χέρια του να πιαστεί απο κάπου. Κάθε φορά που κοιτούσα προς τον γκρεμό, το μυαλό μου έπαιζε ένα παράξενο παιχνίδι. Πεταγόταν η εικόνα του κυρίου Κ. να με κοιτάει με παγωμένα μάτια και αίματα παντού. Ένας άνθρωπος πρότεινε να κατέβουμε τον γκρεμό από ένα μονοπάτι που ήταν βατό σχετικά και μπορούσαμε να εξερευνήσουμε έτσι όλο το σημείο. Αν είχε πέσει κάπου εκεί θα τον έβρισκαν. 

Ξεκίνησα να πάω πίσω τους, αλλά με σταμάτησαν. Με άφησαν εκεί μαζί με κάποιους στην ηλικία μου να περιμένουμε την αστυνομία και την ΕΜΑΚ. Θεωρούσαν πως πρέπει να έχεις κάποια εμπειρία για να κατέβεις στο μονοπάτι και θα τους καθυστερούσαμε. 

Περιμένοντας τις δυνάμεις να φτάσουν δύο από τους ανθρώπους που ήταν μαζί μου έλεγαν πως το έφαγε το κεφάλι του όπως η γυναίκα του. 

«Θα τους πάρει και τους δύο το ποτάμι. Κάπου θα βρεθούν εκεί κάτω.»

Έφτιαξα την εικόνα στο μυαλό μου. Ένα πτώμα που επιπλέει μέσα στα ορμητικά νερά. Κάποια στιγμή σε κάποια στροφή ή κάποια δίνη του ποταμού παρσύρεται και πάει και στριμώχνεται σε ένα σημείο που δεν φτάνει ανρθώπινο πόδι. Δίπλα υπάρχει ένας σκελετός. Ένα σπλάτερ τέλος για μια τέτοια αγαπη. 

Προσπάθησα να διώξω και αυτή την εικόνα. Το στομάχι μου είχε γίνει κόμπος. Πήρα μια βαθιά ανάσα για να ηρεμήσω. Αντί να ηρεμήσω, όμως, οι παλμοί μου διπλασιάστηκαν.Ο τόπος τριγύρω μύριζε πορτοκάλια!


*Βάβω = έτσι φωνάζουν τις γιαγιάδες στην Ήπειρο.



Το παγκάκι στην άκρη του γκρεμού. (Ιστορία μικρού μήκους)Where stories live. Discover now