Κεφάλαιο 4

101 15 0
                                    

Ακολουθούσα αμήχανα τον ηλικιωμένο άντρα στον δρόμο προς το παγκάκι. Από την πλατεία του χωριού ήταν περίπου ένα χιλιόμετρο, με το βάδισμα που κάναμε θα θέλαμε περίπου είκοσι λεπτά να φτάσουμε. Ο κύριος Κ. χωρίς να με κοιτάει άρχισε να εξιστορεί.

«Φαντάζομαι θα έχεις μάθει πως έχω χάσει την γυναίκα μου.» Δεν μίλησα, γύρισε με κοίταξε και συνέχισε. «Και φαντάζομαι πως όλοι με θεωρούν ένα καταθλιπτικό άτομο που κάθεται τα απογεύματα στον τόπο που την έχασε και την θρηνεί. Στην πραγματικότητα δεν θρηνώ καθόλου. Κάθομαι εκεί και περιμένω.»

Το τέλος σκέφτηκα αυθόρμητα μα δεν φάνηκε να μιλάει για αυτό.

« Θα σου πω μια ιστορία. Αν θες την πιστεύεις, αν πάλι όχι δεν έχω θέμα. Μέχρι στιγμής όποιος την έχει ακούσει δεν την έχει πιστέψει. ΜΙα μέρα πριν φύγει η γυναίκα μου ήμασταν μαζί σε εκείνο το παγκάκι. Είχαμε βγει για νυχτερινό περπάτημα με τους φακούς μας και μόλις φτάσαμε εκεί, κάτσαμε να ξεκουραστούμε. Ήταν κάτι που κάναμε συχνά, οπότε δεν υπήρχε θέμα φόβου, ή οτιδήποτε άλλο. Εκείνη τη νύχτα όση ώρα καθόμασταν εδώ γίναμε νευρικοί. Για κάποιον λόγο νιώθαμε απειλή. Μου είπε να φύγουμε και δεν το συζήτησα δέυτερη φορά.»

«Ήταν κάποιο προαίσθημα;» τόλμησα να ρωτήσω.

«Αν δεν είχε συμβεί τίποτε αργότερα θα έλεγα πως ναι. Σηκωθήκαμε να φύγουμε, όταν νιώσαμε αεράκι να ανεβαίνει από τον γκρεμό. Τίποτα το ασυνήθιστο, εκτός κι εκείνη την ημέρα όχι απλά δεν φυσούσε, ήταν μια από τις μέρες που είχαμε καύσωνα, που εδώ πάνω στο βουνό είναι σκληρός. Γυρίσαμε προς το γκρεμό κι μείναμε άφωνοι.»

Εκείνη τη στιγμή περίμενα με αγωνία να ακούσω τη συνέχεια. Κάτι μέσα μου, μού έλεγε πως θα ακούσω κάτι μεταφυσικό και προς μεγάλη μου απογοήτευση δεν διαψεύσθηκα.

«Μια πυκνή ομίχλη ανέβαινε τον γκρεμό. Ήρθε και στάθηκε γύρω μας. Δεν μας ακουμπούσε, μα μας είχε περικυκλώσει. Μείναμε ακίνητοι, ρίχνοντας φως από τους φακούς μας επάνω της. Μπορούσαμε να ακούσουμε το βουητό. Ότι κι αν ήταν, ήταν ζωνντανό και μας ήθελε. Η γυναίκα μου θέλησε να το αγγίξει. Άπλωσε το χέρι της και είδε πως πλησιάζοντας το τοίχωμα της ομίχλης, εκείνο υποχωρεί. Από αυτό πήρε θάρρος και μου είπε να προχωρήσουμε προς τον δρόμο. Εγώ δεν ήθελα να το κάνω με τίποτα, όμως εκείνη προχώρησε. Κι όσο προχωρούσε, η ομίχλη την ακολουθούσε περικυκλώνοντάς τη, μα χωρίς να την αγγίζει. Πήγαινα κι εγώ κοντά της. Αργότερα μόνο συνειδητοποίησα πως αυτό το πράγμα μύριζε σαν πορτοκαλιά.»

Έπρεπε να ομολογήσω κάτι. Η ιστορία του με συνεπήρε. Όσο κι αν δεν πίστευα λέξη από αυτά που μου έλεγε, ήμουν σίγουρος πως εκείνος τα πίστευε. Έβλεπες πως τα μάτια του έβλεπαν τη σκηνή να συμβαίνει μπροστά στα μάτια του εκείνη τη στιγμή που μου την περιέγραφε. Κι αυτό σήμαινε ένα πράγμα. Είτε ήταν τρελός και είχε πιστέψει απόλυτα αυτήν την ιστορία γιατί δεν ήθελε να δεχτεί τον θάνατο της γυναίκας του, είτε έλεγε αλήθεια. Το δεύτερο θα το απέρριπτα αμέσως, αν δεν τον έβλεπα να το περιγράφει.

«Κάποια στιγμή την έχασα. Θα ορκιζόμουν ότι την είδα να μπαίνει μέσα σε μια δίνη που σχημάτιζε αυτή η ομίχλη ακριβώς πάνω από τον γκρεμό. Προσπαθησα να την ακολουθήσω. Εκείνη ακουγόταν κάπου γύρω μου, μα δεν την έβλεπα. Προσπάθησα να τρέξω και να μπω σε εκείνη τη δίνη, μα εκείνη εξαφανίστηκε. Κόντεψα να πέσω στον γκρεμό, τελευταία στιγμή σταμάτησα. Και σε αυτό το σημείο της ιστορίας παλιότερα ξεσπούσα σε κλάματα.Τώρα πια όχι.»

«Άλλαξε κάτι ή το συνηθίσατε;»

«Άλλαξε κάτι. Φτάσαμε επιτέλους, έλα κάτσε δίπλα μου να πάρουμε μια ανάσα.»

Κάτσαμε και οι δύο στο παγκάκι. Για λίγες στιγμές ακουγόταν μόνο το ποτάμι και ο άνεμος. Ήταν πολύ όμορφο σημείο. Κοίταξα και προς το σημείο που θα φτιαχνόταν το πολιτιστικό κέντρο. Τυπικά δούλευα ακόμα εκείνη την ώρα, σωστά; Σκεφτόμουν επίσης πως αυτός ο άνθρωπος είχε κάτσει τόσες πολλές ώρες εδώ που θα μπορούσε κάλλιστα μέσα του να έχει δημιουργήσει το εναλλακτικό σχέδιο με την ομίχλη και να το ζει ξανά και ξανά. Ήταν η μόνη εξήγηση. Ήταν ένας άνθρωπος που ο χαμός της γυναίκας του τον τρέλανε.

«Τελικά τι άλλαξε;», ρώτησα.

«Έμαθα την αλήθεια.»

«Η οποία είναι...;»

«Πίστευεις πως κάποια στιγμή ο άνθρωπος θα μπορεί να κάνει ταξίδια στον χρόνο;»

«Δεν το θεωρώ δυνατό. Οι γνώσεις μας είναι περιορισμένες και... Μισό λεπτό. Θέλετε να πείτε ότι...»

Μου χαμογέλασε. Ήταν τελείως τρελός.

Το παγκάκι στην άκρη του γκρεμού. (Ιστορία μικρού μήκους)Where stories live. Discover now