Κεφάλαιο 2

136 15 0
                                    

Λίγες μέρες μετά η εταιρία για την οποία δούλευα με ενημέρωσε πως η εργασία μου θα παρατεινόταν για λίγο καιρό. Δεν ήξερα το γιατί. Όλα όσα έπρεπε να δω ήταν έτοιμα. Ίσως ήθελαν κάτι ακόμα και τους σύμφερε πιο πολύ η διαμονή μου, από το να γυρίσω και να ξαναέρθω σε λίγες μέρες. Όπως και να είχε, στα δικά μου αυτιά ακούστηκε σαν δωρεάν διακοπές στην εξοχή. Υπήρχε χρόνος για χαλάρωση, περπάτημα στον καθαρό αέρα και καλό φαγητό. Αγόρασα μέχρι και κάποιο βιβλίο για τη μεσημεριανή σιέστα. Και είχα τον χρόνο να γνωριστώ με τον κύριο Κ.
Μου συστήθηκε έτσι ένα απόγευμα που τελικά μιλήσαμε. Μέχρι τότε έφτανα στο παγκάκι, τον καλησπέριζα, έμενα λίγα λεπτά να κοιτάζω το κενό μαζί του κι έφευγα. Εκείνο το απόγευμα, έγινε κάτι απροσδόκητο. Πριν γελάσετε μαζί μου, να σας πω πως ήμουν, είμαι και μάλλον θα παραμείνω παιδι της πόλης. Αυτό σημαίνει πως στην καλύτερη των περιπτώσεων ήξερα απο σκυλιά και γάτες. Όχι όμως από κριάρια... Πλησίασα 3να κοπάδι για να βγάλω φωτογραφίες και το κριάρι ένιωσε να απειλείται. Με πήρε στο κατόπι μέχρι και το παγκάκι. Έτρεχα, χωρίς να ξέρω τι πρέπει να κάνω. Έφτασα κοντά του και του ζήτησα βοήθεια. Εκείνος σηκώθηκε, πήρε ένα ξύλο και φωνάζοντάς του, το έκανε να σταματήσει και να φύγει. Εγώ έτρεμα ακόμα όταν γύρισε σε εμένα.
«Είσαι καλά;»
«Ναι ευχαριστώ, δεν ξέρω τι έπαθε και...»
«Το τρόμαξες και αμύνθηκε.» 

«Είστε ο κύριος Κώστας;»

«Για σένα νεαρέ μου, είμαι ο κύριος Κ.»

«Δεν είναι το ίδιο;»

«Το Κώστας είναι ένα όνομα, κάτι προσωρινό. Ο κύριος Κ, είναι παντοτινός. Κάτι σαν τον άγνωστο Χ.»

Δεν ήθελα και δεν γινόταν να του πω ότι τα έχει χαμένα. Κρίμα και φαίνεται τόσο καλός άνθρωπος.

«Ναι έτσι που το λέτε, έχετε ένα δίκιο.»

Χαμογέλασε και έκατσε και πάλι στο παγκάκι. Συνέχισε να κοιτάζει προς το γκρεμό.

«Σας ηρεμεί, έτσι;» Δεν ήξερα τι άλλο να πω. Θα τον είχα αποχαιρετήσει και θα είχα φύγει αν εκείνο το κριάρι δεν ήταν ακόμα ορατό στο βάθος του δρόμου.

«Όχι ακριβώς, δεν κάθομαι εδώ για να ηρεμώ. Το αντίθετο θα έλεγα. Είμαι πάντα σε εγρήγορση.»

«Μα δεν υπάρχει κάποιος λόγος για αυτό.»

«Έτσι νομίζεις νεαρέ. Από μέρα σε μέρα μπορεί όλοι στο χωριό να διατρέχουν κίνδυνο.»

«Τι είδους κίνδυνο;», τόλμησα να ρωτήσω, ενώ μέσα μου πάλευα με το να μην συνεχίσω μια κουβέντα που δεν οδηγεί κάπου, αλλά από την άλλη δεν μπορούσα να φύγω. 

«Θα σου πω μια ιστορία, μα όχι τώρα ίσως μια άλλη φορά. Τώρα σύρε στον δρόμο σου. Το κριάρι κατεβαίνει εκείνη την πλαγιά. Δεν θα ασχοληθεί μαζί σου, αν φυσικά δεν ασχοληθείς μαζί του.»

Με έδιωχνε ξεκάθαρα. 

«Τι είδους ιστορία;»

«Από αυτές τις μεγάλες. Πήγαινε στο καλό.»

Τον χαιρέτησα και έφυγα. Ήταν ξεκάθαρο ότι ήταν τρελός. Ο τρελός του χωριού. Ο θάνατος της γυναίκας του τον είχε φέρει σε αυτή την κατάσταση. Κι όμως όλοι έλεγαν πως ήταν εντάξει άνθρωπος. 

Όταν γύρισα στην πλατεία του χωριού ήταν εκεί και ο άντραςπου λίγες μέρες πριν μου είχε πρωτομιλήσει για τον κύριο Κ. Τον ρώτησα ευθέως αν ο κύριος Κώστας ήταν τρελός.

«Τα έχει τετρακόσια, όμως όλη αυτή η υπόθεση με τη γυναίκα του, τον έχει ζορίσει λίγο, αυτό είναι όλο.»

«Λέει ότι μπορεί το χωριό να κινδυνεύει.»

«Ναι, σύμφωνα με εκείνον το χωριό πρόκειται να δεχθεί κάποιου είδους επίθεση, δεν ξέρω από ποιον, και πρέπει να μείνει εκεί να μας ενημερώσει όταν έρθει η ώρα.»

Ένας συγχωριανός του τον φώναξε, με αποχαιρέτησε και πήγε να κάτσει μαζί του. Έκατσα να φάω και να πιω κάτι. Αργότερα το βράδυ ανέβηκα στο δωμάτιο μου για να κοιμηθώ. Πριν πέσω στο κρεβάτι, πήγα να κλείσω την κουρτίνα. Το δωμάτιο του ξενώνα ήταν στον πρώτο όροφο και το μπαλκόνι μου κοιτούσε απευθείας στην πλατεία. Η πλατεία ήταν σχεδόν άδεια. Μες στο σκοτάδι εμφανίστηκε ο κύριος Κ. Περπατούσε αργά διασχίζοντας την λιθόστρωτη πλατεία και κοιτούσε ήρεμα γύρω του. Έφτασε σχεδόν στο τέλος της πλατείας και πριν στρίψει στην γωνία παίρνοντας τον δρόμο για το σπίτι του, γύρισε και με κοίταξε.

«Σε περιμένω αύριο, μην ξεχαστείς!». χαμογέλασε και έστριψε στην γωνία.

Ένα ρίγος διαπέρασε όλη μου την πλάτη. Δεν είναι δυνατόν να με είδε. Μα πώς...

Δεν ήξερα τι να υποθέσω. Πάντως ένα ήταν σίγουρο. Το επόμενο απόγευμα θα πήγαινα να τον βρω!

Το παγκάκι στην άκρη του γκρεμού. (Ιστορία μικρού μήκους)Where stories live. Discover now