Godzila ( Α' μέρος )

500 35 11
                                    

Ήταν πρωί και το ξυπνητήρι της Μαρινέτ άρχισε να χτυπάει. Η Μαρινέτ σηκώθηκε με μισάνοιχτα μάτια.
-Τί; Σχολείο; Γιατί γράφει το κινητό μου σχολείο; είπε κοιτάζοντάς το έντρομη.
-Σήμερα είναι Δευτέρα Μαρινέτ. Το ξέχασες; της είπε η Τίκκι με ένα νυσταγμένο ύφος. Η Μαρινέτ έπιασε το κεφάλι της και άρχισε να τραβάει τα μαλλιά της.
- Τί θα κάνω τώρα είμαι αδιάβαστη, δεν μπορώ να πάω στο σχολείο. Δεν είχα καθόλου χρόνο χθές. είπε η Μαρινέτ σκεφτόμενη τα πράγματα που είχε κάνει χθές.
- Δεν μπορώ να πάω και να πώ ότι έσωσα κάποιον από τροχαίο, παρά λίγο να μου πάρει τα miracoulus ένας κακός και ότι βοήθησα στο μαγαζί, το ζαχαροπλαστείο του πατέρα μου. Τί να κάνω; Να κάνω ότι είμαι άρρωστη; Ότι έχω πυρετό τί; είπε η Μαρινέτ και άρχισε να τρώει τα νύχια της.
- Πιστεύω ότι πρέπει να πάς, απλώς δεν θα σηκώνεις το χέρι σου. της είπε η Τίκκι με ένα χαμόγελο.
- Εξάλλου θα είναι και ο Άντριαν εκεί. είπε η Τίκκι με ένα πονηρό ύφος ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της.
- Αχ, έχεις δίκιο θα είναι κι ο Άντριαν... είπε η Μαρινέτ και έλιωσε.
- Ααα! Είναι 7:15 σε πέντε λεπτά ξεκινάει το μάθημα κι εγώ είμαι ακόμη εδώ! φώναξε η Μαρινέτ με τρόμο. Έτσι μάζεψε την τσάντα της και κατέβηκε τα σκαλοπάτια όσο πιο γρήγορα μπορούσε.
Όταν έφτασε στην κουζίνα χαιρέτησε τον μπαμπά της και την μαμά της και έφυγε τρέχοντας. Οι γονείς της μόλις έκλεισε την πόρτα κοιτάχτηκαν παραξενεμένοι και μετά συνέχισαν την δουλειά τους.
Εν τω μεταξύ η Μαρινέτ πέρασε τρέχοντας τον δρόμο και μπήκε μέσα στο σχολείο. Μόλις έφτασε στην τάξη δεν βρήκε κανέναν μέσα εκτός από το Άντριαν.
- Καλημέρα Μαρινέτ! της είπε βάζοντας την τσάντα του στο θρανίο του.
-Κακα... ε.. εννοώ καλημέρα! είπε η Μαρινέτ ντροπαλά και για να το κρύψει χαμογέλασε όσο πιό φυσιολογικά μπορούσε.
- Γιατί ήρθες τόσο νωρίς; Είναι μόλις 7:00. είπε ο Άντριαν κοιτάζοντας την ώρα του κινητού του.
- Επτά; Τί εννοείς επτά; είπε η Μαρινέτ μπερδεμένη.
-Το κινητό μου όταν ήρθα έλεγε 7:15. είπε η Μαρινέτ κοιτώντας το λές και είναι φάντασμα.
- Μάλλον το κινητό σου πηγαίνει δεκαπέντε λεπτά μπροστά. Φέρε το εδώ για να στο φτιάξω. είπε ο Άντριαν και άπλωσε το χέρι του.
- Ε..ντάξει. είπε η Μαρινέτ και του το έδωσε. Ο Άντριαν διόρθωσε την ώρα και το άφησε πάνω στο θρανίο της Μαρινέτ.
- Ορίστε, σαν καινούριο. είπε ο Άντριαν.
- Ε..ευχαριστώ. είπε η Μαρινέτ.
<< Δεν το πιστεύω ο Άντριαν άγγιξε το κινητό μου, δεν πρόκειται να το αφήσω από κοντά μου. >> σκέφτηκε η Μαρινέτ και το έτριψε στο μάγουλό της.
Εμ.. Τί κάνεις; ρώτησε ο Άντριαν παραξενεμένος.
- Ε... ε... τίποτα, τίποτα! είπε και το έβαλε στην τσάντα της.
- Λοιπόν θυμάσε μήπως τί ασκήσεις είχαμε στην Άλγεβρα; Γιατί δεν πρόλαβα να τις κάνω. είπε ο Άντριαν.
Ε..ε.. Ναί θυμάμαι, είναι... συγγνωμη ούτε κι εγώ τις έχω κάνει. είπε η Μαρινέτ σκυθρωπή.
- Σύμφωνα μα το βιβλίο της Άλγεβράς μου, έχουμε να λύσουμε τις ασκήσεις 4 και το α) υποερώτημα από την 5. είπε ο Άντριαν κοιτάζοντας την Μαρινέτ στα μάτια για να επιβεβαιωθεί.
Η Μαρινέτ αγχώθηκε και άρχισε να κοιτάζει πέρα δώθε.
- Εμ.. Ναί αυτές είναι. του είπε και χαμογέλασε.
- Ξέρεις να τις λύνεις; Γιατί το τελευταίο μάθημα δεν το κατάλαβα πολύ καλά. της είπε ελπίζοντας ότι θα του τα εξηγούσε.
- Ναί ξέρω, εεε... εάν θέλεις μπορώ να στα εξηγήσω.
- Σε ευχαριστώ! της είπε ο Άντριαν και η Μαρινέτ κοκκίνησε.
- Λοιπόν είναι εξισώσεις 2ου βαθμού, οπότε εμ.. να κοίτα αυτό το παράδειγμα. Γράφει 2•χ+3+4=0 τώρα θα εφαρμόσεις τον κανόνα που έχουμε μάθει, την Διακρύνουσα. είπε η Μαρινέτ και άρχισε να λύνει την εξίσωση.
- Οπότε σε αυτό το σημείο που ήμαστε υπάρχουν δύο λύσεις. είπε λύνωντας και την υπόλοιπη εξίσωση.
- Και αυτό είναι το αποτέλεσμα. Τώρα το... το έχεις καταλάβει; είπε η Μαρινέτ ελπίζοντας ότι τα είχε εξηγήσει καλά.
- Ναί φυσικά τα εξήγησες τόσο καλά που πιστεύω στο σημερινό τέστ ότι θα τα πάω καλά. είπε ο Άντριαν κοιτώντας την.
- Είσαι φανταστική Μαρινέτ. είπε ο Άντριαν με ένα χαμόγελο.
- Τί; Ε..ε.. Όχι δεν είμαι, εσύ είσαι φανταστικός, ε.. εννοώ ότι δεν ήταν τίποτα, λίγες εξισώσεις ήταν μόνο τίποτα άλλο. είπε η Μαρινέτ και έσκυψε το κεφάλι της ντροπαλά. Για λίγα δεύτερα υπήρξε ησυχία.
- Γειά Άντριαν, σου έλειψα; είπε μια γνωστή φωνή που έκανε την Μαρινέτ να βγάλει καπνούς από τα αφτιά της.
- Γεια Κλόι. είπε ο Άντριαν βάζοντας το χέρι του αμήχανα στο κεφάλι του.
- Αντριανάκο μου, μου έλειψες. είπε η Κλόι αγκαλιάζοντάς τον.
- Ε..ε.. είπε ο Άντριαν αμήχανα.
- Λοιπόν πάμε μία βόλτα; είπε η Κλόι τραβώντας τον.
- Ε..εντάξει. Μαρινέτ θέλεις να έρθεις κι εσύ; είπε ο Άντριαν περιμένοντας.
- Δεν νομίζω, θα θέλει να κάνει άλλα παιδιάστικα πράγματα! είπε η Κλόι σχηματίζοντας ένα μοχθηρό χαμόγελο. Ο Άντριαν ξανακοίταξε την Μαρινέτ.
- Ε..όχι θα κάτσω να κάνω τις ασκήσεις των Μαθηματικών. είπε η Μαρινέτ κοιτώντας την Κλόι με μίσος.
- Καλά, τότε τα λέμε αργότερα. είπε ο Άντριαν και ακολούθησε την φίλη του.
Μόλις έφυγαν η Μαρινέτ κοίταξε από το παράθυρο της τάξης της το προαύλιο του σχολείου.
- Ωχου κοίταξέ την πόσο κολιτσίδα είναι πάνω του Τίκκι! είπε η Μαρινέτ σφίγγοντας τα δόντια της. Η Τίκκι βγήκε από την ζακέτα της Μαρινέτ και κοίταξε.
- Για να πούμε την αλήθεια έχεις και ένα δίκιο, αλλά εγώ πιστεύω ότι ο Άντριαν δεν την θέλει και πολύ. Εννοώ, δηλαδή κοίτα τον δεν φαινεται να το διασκεδάζει που η Κλόι του την πέφτει. είπε η Τίκκι βλέποντας την έκφρασει του Άντριαν καθώς η Κλόι του αγκάλιαζε το χέρι.
- Μάλλον έχεις δίκιο, αλλά μου την σπάει που κάνει την τέλεια και ταπεινώνει τους πάντες στο πέρασμά της και ειδιαίτερα όταν την πέφτει στον Άντριαν. Έτσι όπως το πάει θα τον κάνει να την αγαπήσει κι εγώ μετά θα είμαι μιά απλή ζουγραφιά που θα ξεβάφεται στην βροχή. είπε η Μαρινέτ ακουμπώμτας την πλάτη της στον τείχο και πέφτοντας στο έδαφος με μια έκφρασει λύπης. Η Τίκκι πήγε κοντά της σηκώνοντας με το χέρι της το κεφάλι της Μαρινέτ.
- Μαρινέτ είμαι σίγουρη πώς δεν θα το καταφέρει αυτό, εξάλλου φαίνεται ότι δεν του αρέσει, για αυτό μην ανησυχείς.
- Εντάξει. είπε η Μαρινέτ χαμογελώντας στην Τίκκι. Μετά από λίγο μπήκαν στην τάξη και οι υπόλοιποι μαθητές, μαζί και η φίλη της η Άλυα.
- Γειά Μαρινέτ. είπε κι άφησε την τσάντα της.
- Γειά. είπε η Μαρινέτ χαιρετώντας την.
- Λοιπόν πάμε βόλτα, μέχρι να χτυπήσει το κου... δεν πρόλαβε να τελειώσει την φράση της και το κουδούνι χτύπησε.
- δούνι, καλά άστω. είπε στην Μαρινέτ και πήγε στην θέση της. Έκατσε και η Μαρινέτ στο ίδιο θρανίο με την Άλυα, το οποίο ήταν πίσω από το θρανίο του Άντριαν και του φίλου του Νίνο.
Μερικά λεπτά αργότερα μπήκε και η Κλόι με τον Άντριαν. Από πίσω τους ερχόταν η καθηγήτρια των Μαθηματικών με ένα μεγάλο πάκο από χαρτιά.
Καλημέρα παιδιά, ελπίζω να έχετε διαβάσει για το τέστ. είπε η καθηγήτρια και άρχισε να μοιράζει τα γραπτά. Ο Άντριαν κοίταξε το χαρτί και βλέποντας τις εύκολες ασκήσεις, γύρισε στο πίσω θρανίο και έκλεισε το μάτι στην Μαρινέτ με ένα χαμόγελο.
- Σε ευχαριστώ. της είπε και γύρισε στο γραπτό του.
- Μου έκλεισε το μάτι, το είδες Άλυα; Μου έκλεισε το μάτι. είπε βάζοντας τα χέρια της στα μάγουλά της. Η Άλυα έβαλε το χέρι της στο μέτωπό της κουνώντας πέρα δώθε το κεφάλι της.
Οι ώρες πέρασαν γρήγορα και κανένας καθηγητής δεν σήκωσε την Μαρινέτ για να πεί μάθημα.
- Φιού. είπε η Μαρινέτ με ανακούφηση. Ήταν η τελευταία ώρα και είχε πτυπήσει το κουδούνι. Η Μαρινέτ μάζευε τα βιβλία της για να πάει σπίτι, όμως την έκοψε η φωνή του Άντριαν.
- Ε, Μαρινέτ! Δεν έχω σήμερα το απόγευμα να κάνω κάτι κι έτσι λέμε εγώ κι ο Νίνο να πάμε να φάμε παγωτό στον Αντρέ. Θέλεις να έρθεις κι εσύ με την Άλυα;
- Ε..εννοείς να έρθουμε μαζί σου; είπε η Μαρινέτ κοιτάζοντάς τον με κομμένη την ανάσα.
- Εμ.., ναί.. είπε ο Άντριαν παραξενεμένος από την ερώτησή της.
- Εγώ είμαι μέσα πάντως. είπε η Άλυα βάζοντας το χέρι της πάνω στον ώμο της Μαρινέτ.
- Ναί, φυσικά εμ.. βέβαια έχω πάρα πολύ ελεύθερο χρόνο για να περάσω μαζί σου, ε... εννοώ θα περάσουμε υπέροχα.
- Τέλεια, τότε τα λέμε το απόγευμα στις έξι. είπε ο Άντριαν στην Μαρινέτ χεραιτώντας την μαζί με τον Νίνο.
- Δεν το πιστεύω θα φάω παγωτό από τον Αντρέ με τον Άντριαν!!! είπε η Μαρινέτ.
- Ναί για αυτό κοπελιά καλύτερα να πάς στο σπίτι και να διαβάσεις, αλλιώς δεν νομίζω να βγείς σήμερα. είπε η Άλυα.
- Α! Σωστά! Τα λέμε το απόγευμα. είπε η Μαρινέτ και άρχισε να τρέχει.
- Τα λέμε! της φώναξε η Άλυα και έφυγε.
Η Μαρινέτ μόλις έφτασε σπίτι έπεσε με τα μούτρα στο διάβασμα.
- Θα βγώ με τον Άντριαν, με τον Άντριαν...! είπε κι έλιωσε.
- Μαρινέτ έτσι όπως το πάς δεν θα διαβάσεις. είπε η Τίκκι προειδοποιώντας την.
- Σωστά, έχεις δίκιο. είπε η Μαρινέτ και συνέχισε να μελετά.
Η ώρα ήταν έξι παρά δέκα και η Μαρινέτ εκείνη την στιγμή τελείωσε τα μαθήματά της.
- Αχ, το πιο εξουθενοτικό μάθημα από όλα ήταν τα Μαθηματικά. Ευτυχώς που ακόμη έχω αρκετό χρόνο για να κοιμηθώ.
- Αν θεωρείς αρκετό χρόνο για να κοιμηθείς τα 10 λεπτά και μετά να βγείς έξω με τον Άντριαν, τότε.. είπε η Τίκκι για να κάνει την Μαρινέτ να ξυπνήσει.
- Τί, πότε πήγε έξι παρά δέκα; Σήμερα είμαι τελείος εκτός τόπου και χρόνου! είπε η Μαρινέτ κοιτάζοντας την ώρα στο κινητό της με γουρλομένα μάτια.
- Πρέπει να βιαστώ!! Αλλιώς μπορεί να μην προλάβω να φτάσω στο σημείο συνάντησεις που είναι ... στο πύργο του Άιφελ; φώναξε η Μαρινέτ καθώς η φίλη της η Άλυα της είχε στείλει την τοποθεσία.
- Πώς θα προλάβεις να φτάσεις ώς εκει σε πέντε λεπτά; είπε η Τίκκι βλέποντας την ώρα στο κινητό της Μαρινέτ.
- Εγώ ίσως να μην μπορώ, αλλά η Ladybug ναί. Τίκκι βούλες παντού! είπε η Μαρινέτ και μιά κόκκινη λάμψη εμφανίστηκε γύρω της. Η Μαρινέτ με ένα χαμόγελο μεταμορφώθηκε στην Ladybug και βγήκε από την ταράτσα του δωματίου της. Πέταξε το γιογιό της, το οποίο πιάστηκε στην καμινάδα ενός σπιτιού και τραύοντάς το ελαφρά την τράβηξε πρός το μέρος του. Αυτό πάντα έκανε η Ladybug για να φτάσει κάπου γρήγορα.
Μόλις έφτασε στο πάρκο που βρισκόταν λίγα μέτρα μακριά από τον πύργο του Άιφελ, κρύφτηκε πίσω από έναν τοίχο και βλέποντας πώς δεν την κοιτάζει κανείς ξεμεταμορφώθηκε.
- Λοιπόν είναι έξι ακριβώς για αυτό καλύτερα να τρέξω. είπε η Μαρινέτ κοιτάζοντας το κινητό της και άρχισε να τρέχει. Πέρασε γρήγορα τον δρόμο που χώριζε τον πύργο του Άιφελ με το πάρκο και κάτω από τον πύργο είδε τον Άντριαν. << Ναί, ο Άντριαν είναι εκεί!! >>. σκέφτηκε η Μαρινέτ καθώς έτρεχε πρός το μέρος τους.
- Γειά, συγγνώμη που άργησα. είπε η Μαρινέτ χεραιτώντας τους.
- Δεν πειράζει κοπελιά μας αρκεί που έφτασες. Επιπλέον άργησες μόνο ένα λεπτό. είπε η Άλυα κλείνοντάς της το μάτι.
- Γειά Μαρινέτ. είπε ο Άντριαν πλησιάζοντάς την.
- Γειά.. γειά Άντριαν... είπε η Μαρινέτ ντροπαλά, με τα μάτια της καρφωμένα πάνω του.
- Λοιπόν σύμφωνα με το κινητό μου, τον Αντρέ τον είδαν εδώ κοντά σε μία από τις γέφυρες. είπε ο Νίνο δείχνοντας στους υπόλοιπους την τοποθεσία.
- Άντε, πάμε γρήγορα, γιατί όπως λένε ο Αντρέ δεν μένει και σε ένα σημείο. είπε η Άλυα και όλοι ξακίνησαν να τρέχουν πρός την γέφυρα.
Όταν έφτασαν εκεί, είδαν τον Αντρέ να περιμένει στο κινητό του μαγαζάκι για πελάτες.
- Γειά σου Αντρέ! είπε ο Νίνο καθώς τον πλησιάζανε.
- Α, Νίνο! Πώς πάτε εσείς τα δύο πιτσουνάκια μου. είπε ο Αντρέ πιάνοντας τους ακριανούς ώμους της Άλυας και του Νίνο.
- Μια χαρά! είπε η Άλυα με ένα χαμόγελο.
- Λοιπόν τί θα πάρετε; Το συνηθησμένο να υποθέσω. είπε ο Αντρέ γυρίζοντας πρός το παγωτατζίδικό του για να ετοιμάσρι το παγωτό.
- Φυσικά! είπαν και οι δύο μαζί.
- Ωρίστε, ένα παγωτό με γεύσεις φράουλα και κεράσι.
- Δηλαδή εσείς θα πάρετε μαζί; είπε ο Άντριαν.
- Ναί. είπε ο Νίνο κοιτάζοντας την Άλυα.
- Κι εσύ Άντριαν μπορείς να φάς ένα μαζί με την Μαρινέτ. είπε η Άλυα με ένα μικρό χαμόγελο βλέποντας την Μαρινέτ να έχει πάρει ένα τρομαγμένο ύφος. Ο Άντριαν κοίταξε την Μαρινέτ στα μάτια.
- Εμ.. θα ήθελες να πάρουμε ένα μαζί Μαρινέτ; είπε ο Άντριαν και κοκκίνησε ελαφρά.
- Με εμένα, ενν... εννοείς μαζί μου; είπε η Μαρινέτ με κομμένη την ανάσα και νιώθοντας την καρδιά της να χτυπά πιό γρήγορα.
- Μα και φυσικά. Τίποτα δεν είναι πιό δυνατό από το παγωτό της αγάπης του Αντρέ! είπε ο Αντρέ γεμίζοντας το χωνάκι με παγωτό.
- Για να δούμε θα βάλλω μπανάνα που αρέσει στην Μαρινέτ και δαμάσκηνο που αρέσει στον Άντριαν. είπε ο Αντρέ και τους το έδωσε με ένα μεγάλο χαμόγελο. Ο Άντριαν πήρε το παγωτό και κοίταξε την Μαρινέτ.
- Έλα Μαρινέτ, πάμε. είπε ο Άντριαν πιάνοντας το χέρι της Μαρινέτ και τραβώντας την ελαφρά, κάνοντάς την να τον ακολουθήσει.
- Δηλαδή θα φάμε μαζί...ε... είπε η Μαρινέτ και κοίταξε πίσω τον Αντρέ καθώς έφευγαν, με ένα αγχωμένο βλέμμα. Εκείνος της έκλεισε το μάτι και αυτή του χαμογέλασε. Καθώς προχωρούσαν για να φτάσουν τον Νίνο και την Άλυα που κάθωνταν κι έτρωγαν το παγωτό τους σε ένα παγκάκι, η Μαρινέτ κοίταξε το χέρι του Άντριαν και μετά το πρόσωπό του. Μετά από λίγο παρατήρησε ότι είχαν σταματήσει να περπατούν και τότε ένιωσε το βλέμμα του Άντριαν καρφωμένο πάνω της. Η Μαρινέτ τον κοίταξε μέσα στα καταπράσινα μάτια του και είδε την αντανάκλασή της. Ο Άντριαν της χαμογέλασε. Έμειναν ακίνητοι για μερικά δευτερόλεπτα μέχρι που ο Άντριαν....
- Μαρινέτ είσαι...

Η συνέχεια στο Β μέρος. Γειά σας και καληνύχτα. Black Cat.

Miraculous Ladybug and Cat noirWhere stories live. Discover now